
Από την Αίγυπτο στη Βασιλεύουσα
Τα μυστικά του βασιλιά είναι καλό να κρύβονται ̇ τά έργα όμως του Θεού πρέπει να διακηρύσσονται με δόξα. Όποιος μάλιστα γνωρίζει τα θεία έργα και από ραθυμία δεν τα διηγείται, θα κινδυνέψει πολύ την ώρα εκείνη, που θα έρθει ο Κύριος καθισμένος πάνω στις νεφέλες, για ν ́ αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του.
Γι’ αυτό λοιπόν κι εγώ, ο ελάχιστος, γνωρίζοντας, με ακρίβεια τα ψυχωφελή περιστατικά της ζωής του μακαρίου Νήφωνος, που θα διαβάσετε παρακάτω, κάθισα και έγραψα – για όσους θέλουν να τα μάθουν και να ωφεληθούν – την ενάρετη πολιτεία του και τα θεία του αγωνίσματα.
Είν’ αλήθεια παράδοξη η ζωή του και θαυμαστή. Γιατί, παιδί ακόμα, κατατρόπωσε τον πονηρό διάβολο και τον αφάνισε ολότελα. Έπειτα, όταν ήταν πια νέος παλικάρι, ο σατανάς τον ξεγέλασε και τον πλήγωσε φοβερά. Πέλαγος αμαρτίας έγινε τότε! Όμως και πάλι, σαν στρατιώτης γενναίος, πετάχτηκε πάνω με ορμή και κατάφερε πλήγμα συντριπτικό στον αλαζόνα δράκοντα.
Άλλ’ ας πάρω τα πράγματα με τη σειρά και ας τα διηγηθώ με λεπτομέρειες.
Στα χρόνια που βασίλευε ο ευλαβέστατος και θεοφιλής αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος, ζούσε στην Κωνσταντινούπολη κάποιος αξιωματούχος του παλατιού με τ’ όνομα Σαββάτιος. Ήταν άνθρωπος με ευσέβεια και φόβο Θεού, αλλά και εξαίρετος στρατιωτικός. Τον διόρισε λοιπόν ο βασιλιάς στρατηλάτη, δηλαδή στρατιωτικό διοικητή, στη χώρα «των Πλαγίων», όπως λέγεται, που βρίσκεται στην Αίγυπτο κι έχει πρωτεύουσα την Αλμυρούπολη.
Σαν έφτασε στη χώρα εκείνη και πλησίαζε στην πόλη, βγήκαν να τον προϋπαντήσουν όλοι οι προύχοντες. Τον καλωσόρισαν με πολλές τιμές στην πατρίδα τους, κάνοντάς του επίσημη υποδοχή. Ανάμεσα στους άρχοντες εκείνους ήταν και ο πατέρας του Νήφωνος, που λεγόταν Αγαπητός.
Εξαρχής ο Αγαπητός συμπάθησε πολύ το Σαββάτιο. Μα και ο στρατηλάτης, εκτιμώντας τη συμπεριφορά και το ήθος του άρχοντα, τον αγάπησε πολύ. Είχαν, εξάλλου, κάτι κοινό: Ήταν κι οι δυο ευσεβείς και θεοφοβούμενοι. Κι αυτό τους ένωσε περισσότερο.
Ο στρατηλάτης ήταν υπερβολικά ταπεινός και συμπαθητικός. Δεν ήξερε τι θα πει υπερηφάνεια ή έπαρση. Ο άλλος πάλι, όνομα και πράγμα Αγαπητός, είχε το χάρισμα της αγάπης και της απλότητας.
Μια μέρα λοιπόν παίρνει ο Αγαπητός τον οκτάχρονο τότε γιό του Νήφωνα κι έρχεται στην παραθαλάσσια έπαυλη του στρατηλάτη. Ο Σαββάτιος τους υποδέχθηκε με χαρά, και φιλόφρονα τους έβαλε να καθίσουν κοντά του. Το βλέμμα του έπεσε στον μικρό.
-Γιός σου είναι τούτος εδώ; Ρωτάει τον Αγαπητό.
-Ναι, στρατηγέ, γιός μου.
-Γράμματα μαθαίνει;
-Όχι, δυστυχώς… Πού να βρεθεί δάσκαλος εδώ…
-Ε, λοιπόν, δεν μου τον αφήνεις να τον στείλω στην Κωνσταντινούπολη; Του προτείνει ο στρατηλάτης. Εκεί υπάρχουν πολλοί και καλοί δάσκαλοι. Μπορεί να μένει στο σπίτι μου, ώσπου να μάθει και γραφή και ό,τι άλλο θέλει.
Συγκινήθηκε ο Αγαπητός από το ενδιαφέρον του στρατηλάτη και τον ευχαρίστησε ολόψυχα.
-Αυτό ακριβώς ήθελα κι εγώ να σου ζητήσω, στρατηγέ μου. Γι’ αυτό κι έφερα το παιδί εδώ. Μα να, ο Θεός σε φώτισε και μου το πρότεινες εσύ… Λοιπόν, δικός σου είν’ ο γιός μου! Κάνε όπως νομίζεις.
Χαμογέλασε με ικανοποίηση ο Σαββάτιος.
-Ότι ποθείς εσύ θα κάνω, είπε. Κι ας μη χάνουμε χρόνο. Μείνε εδώ λίγο καιρό, ώσπου να συνηθίσει το παιδί μακριά από το σπίτι σας, κι έπειτα φεύγεις και μου τ’ αφήνεις. Εγώ θα του δώσω ό,τι του χρειαστεί για το ταξίδι.
Τρεις εβδομάδες έμεινε στην έπαυλη του στρατηγού ο Αγαπητός με το γιό του. Ύστερα γύρισε μόνος στο σπίτι του, αφήνοντας το Νήφωνα στα έμπιστα χέρια του Σαββάτιου. Εκείνος τότε κάθισε κι έγραψε ένα γράμμα στη γυναίκα του.
̈…Κοίταξε, γυναίκα, -έγραφε – να δεχθείς αυτό το παιδί με καλοσύνη, γιατί είναι γιος πολύ αγαπητού μου φίλου. Δείξε του πολλή αγάπη, σα να ήμουνα εγώ ο ίδιος. Στείλε το και σ’ έναν άξιο δάσκαλο, για να του μάθει τα ιερά γράμματα… ̈
Αφού συμπλήρωσε την επιστολή και με διάφορα προσωπικά του θέματα, την παρέδωσε σ’ έναν πιστό του υπηρέτη.
-Φεύγεις για την Κωνσταντινούπολη, του λέει. Ετοιμάσου. Ετοίμασε και τον μικρό Νήφωνα. Θα τον παραδώσεις στη γυναίκα μου μαζί μ’ αυτό το γράμμα. Πρόσεξε!
Να μην ταλαιπωρηθεί το παιδί στο μακρυνό ταξίδι! Ο Θεός μαζί σας.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες, και επιβιβάστηκαν σ’ ένα πλοίο, που θα τους έφερνε στην Πόλη. Είχε μπει το φθινόπωρο, αλλά το ταξίδι τους έγινε κάτω από αφόρητο καύσωνα. Έτσι, ο Νήφων, που δεν είχε άλλωστε ξαναταξιδέψει με πλοίο, ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα ώσπου να φτάσουν στον προορισμό τους, όντας μάλιστα φιλάσθενος και ευαίσθητος.
Τέλος πάντων, κάποτε έφτασαν στη Βασιλεύουσα. Η γυναίκα του στρατηλάτη, ευσεβής και εκείνη, υποδέχθηκε με χαρά το Νήφωνα. Όταν μάλιστα πληροφορήθηκε πώς είναι γιος ενάρετου ανθρώπου, του έδειξε περισσή αγάπη – δεν είχε, βλέπετε, δικά της παιδιά.
Φρόντισε να μην του λείψει τίποτα, όσο θα έμενε κοντά της. Και τακτικά τον νουθετούσε, καθοδηγώντας τον στου Θεού το δρόμο με συμβουλές και ωφέλιμες διηγήσεις. Ο Νήφων πάλι, δεκτικός καθώς ήταν και καλοπροαίρετος, ρουφούσε σαν σφουγγάρι τις νουθεσίες της και πολιτευόταν με σεμνότητα και φρονιμάδα.
(Από το βιβλίο: Ενας ασκητής επίσκοπος)