
Ένας ερημίτης προσευχόταν πολύ σκληρά και επίμονα, ζητώντας να συναντηθεί με τον Θεό. Κάποια στιγμή κατάφερε να κλείσει ένα ραντεβού μαζί του. «Ο Θεός δέχτηκε, να σε συναντήσει αύριο, πάνω στο όρος» του είπε ένας άγγελος. Την επόμενη ημέρα ο ερημίτης σηκώθηκε πολύ πρωί και κοίταξε το όρος, που ήταν τελείως καθαρό από σύννεφα.
Ξεκίνησε, λοιπόν, χαρούμενος και με δέος, να ανεβαίνει το βουνό. Κάποια στιγμή, εκεί που περπάταγε συνάντησε έναν άνθρωπο που είχε πέσει κάτω μέσα στα αγκάθια και του ζήτησε βοήθεια. «Λυπάμαι, δεν έχω χρόνο, έχω «ραντεβού» με τον Θεό» απάντησε ο ερημίτης και συνέχισε τον δρόμο του.
Λίγο πιο κάτω συνάντησε μια γυναίκα που έκλαιγε δίπλα στο άρρωστο παιδί της «Βοήθησε με σε παρακαλώ». «Λυπάμαι, δεν έχω χρόνο, ο Θεός με περιμένει στην κορυφή του βουνού». Προχώρησε ακόμα πιο γρήγορα για να μην αργήσει, αλλά εκεί που το μονοπάτι στένευε, είδε ένα ηλικιωμένο διψασμένο, που του έδινε ένα ασκί «Δεν αντέχω άλλο, σε παρακαλώ πήγαινε να μου γεμίσεις το ασκί με νερό από την πηγή εδώ πιο κάτω. «΄Οταν γυρίσω, καλέ μου άνθρωπε, έχω ένα ραντεβού με τον Θεό και δε θέλω να αργήσω!»
Μετά από ώρα ο ερημίτης έφτασε επιτέλους στην κορυφή του βουνού. Κοιτάζει από εδώ, κοιτάζει από εκεί, πουθενά ο Θεός. Ξαφνικά βλέπει ένα σημείωμα στην πόρτα μιας καλύβας:
«Συγχώρεσε με που δεν είμαι εδώ, αλλά πήγα να βοηθήσω εκείνους που δεν βοήθησες εσύ στο διάβα σου».