
Ο Τοτός με τους γονείς του και το μεγάλο του αδερφό ζούσαν σε μια φτωχογειτονιά, όπου κατοικούσαν τίμιοι και εργατικοί μεροκαματιάρηδες. Τα δύο αδέρφια ήταν ζιζάνια και δεν άφηναν κανέναν σε ησυχία, επομένως τους είχε βγει το όνομα και για κάθε ζημιά που γινόταν έριχναν σε αυτούς το φταίξιμο.
Οι γονείς κουρασμένοι από τα παράπονα των γειτόνων έψαχναν, να βρουν έναν τρόπο για να νουθετήσουν τα παιδιά τους. Αφού σκέφτηκαν και ξανασκέφτηκαν, αποφάσισαν, να απευθυνθούν στον παπά της ενορίας και να του ζητήσουν, να μιλήσει με τα παιδιά, μήπως και τους βάλει μυαλό.
Ο παπάς δέχτηκε και ζήτησε, να δει πρώτα τον Τοτό. Κάθησαν λοιπόν οι δυό τους σε ένα μακρόστενο τραπέζι -να, καλή ώρα σαν κι αυτό που κάθησαν ο Πούτιν και ο Μακρόν- και κοιτάζονταν επί δέκα λεπτά και βάλε, χωρίς να μιλήσουν. Κάποια στιγμή ο παπάς έσπασε τη σιωπή του και ρωτάει τον Τοτό:
-Πού είναι ο Θεός;
Ο Τοτός κοίταξε γύρω γύρω στο δωμάτιο, στο ταβάνι, στις γωνίες, κάτω από το τραπέζι αλλά δεν είδε τίποτα και δεν απάντησε. Τον ξαναρωτάει λοιπόν ο παπάς:
-Πού είναι ο Θεός;
Ξανά κοιτάζει παντού ο Τοτός αλλά τζίφος! Δε βλέπει πουθενά το Θεό. Οπότε σηκώνεται πάνω ο παπάς, πηγαίνει κοντά στον Τοτό και ακουμπώντας σχεδόν το δείκτη του στη μύτη του Τοτού επαναλαμβάνει:
-Πού είναι ο Θεός;
Ο Τοτός τότε πανικοβλήθηκε και έτρεξε έξω στο μεγάλο του αδελφό και του λέει:
-΄Ασε, αδερφέ, τώρα την έχουμε βάψει για τα καλά!
-Γιατί, ρε συ; ρωτάει ο αδελφός του. Τι έγινε πάλι;
-Να, χάθηκε ο Θεός και νομίζουν, ότι πάλι εμείς φταίμε…