
Σχόλιο ιστολογίου:
Για κάποιους μετά την πτώση ακολουθεί η μετάνοια. Και ο αμαρτωλός γίνεται πάντα δεκτός από τον Κύριο ως άσωτος υιός. Για κάποιους πάλι η μετάνοια είναι άγνωστη λέξη.
——————————————————————————————————–
Τέτοιοι λογισμοί στριφογύριζαν στο νού του, ώσπου έφτασε στο σπίτι. Μπήκε μέσα με την καρδιά πλακωμένη από τη θλίψη κι έπεσε στο κρεβάτι. Μα πού να τον πάρει ο ύπνος…«Ας κάνω καμιά προσευχή, μήπως με βοηθήσει ο Θεός», σκέφτηκε και πήγε να σηκωθεί.
Μα ο διάβολος, καταλαβαίνοντας το σκοπό του, θέλησε να τον εμποδίσει. Και τί έκανε; Άρχισε να σπέρνει στην ψυχή του μεγάλο φόβο, τριβελίζοντάς του το μυαλό με την εξής παράδοξη σκέψη: «Αν σηκωθείς τώρα, μέσα στη νύχτα, να προσευχηθείς, θα πέσεις στα χέρια του διαβόλου. Και αντί για καλό, θα σε βρει κακό μεγάλο. Θα τρελαθείς, θα δαιμονιστείς, κι όλοι θα γελάνε μαζί σου!».
Αυτή η σκέψη αρχικά αναστάτωσε και φόβισε πολύ το Νήφωνα. Σύντομα όμως κατόρθωσε να κυριαρχήσει στον πονηρό λογισμό, λέγοντας με το νού του:
«Μα καλά, τότε που ξενυχτούσα στις ακολασίες, κανένα κακό δεν έπαθα. Και θα πάθω τώρα, που θέλω να προσευχηθώ στο Θεό; Ανάθεμά σε, πνεύμα πονηρό και ακάθαρτο!». Κι εκεί, σωριασμένος στο κρεβάτι του, μέσα στο σκοτάδι, ήρθε σε συναίσθηση… Τα μάτια του έγιναν βρύσες, απ’ όπου έτρεχαν δάκρυα πικρά.-Ώ Θεέ μου, βογγούσε με πόνο ψυχής. Τί ήμουνα και που κατάντησα! Μακάρι να ‘χα πεθάνει τότε, που ζούσα μέσα στην ευσέβεια και την αρετή. Τώρα, να, γέμισα τραύματα και πληγές την ταλαίπωρη ψυχή μου. Αλλά, Κύριέ μου, «επί σοι ήλπισα ̇ σώσόν με εκ πάντων των διωκόντων με και ρύσαί με, μη ποτέ αρπάση ως λέων την ψυχήν μου, μη όντος λυτρουμένου μηδέ σώζοντος!».
Και μ’ αυτήν την ικετευτική κραυγή, πετάχτηκε από το κρεβάτι του γεμάτος πόθο προσευχής. Μα μόλις στράφηκε στ’ ανατολικά, ένα μαύρο σύννεφο τον τύλιξε! Τρομοκρατήθηκε και παρέλυσε. Δειλία και φόβος κυρίεψαν πάλι την ψυχή του. Πήδησε πάνω στο κρεβάτι του κι έμεινε εκεί, πεσμένος μπρούμυτα, στενάζοντας από τη μια για τις αμαρτίες του και συλλογιζόμενος από την άλλη τα εμπόδια που του έφερνε ο διάβολος…Με το ξημέρωμα, έτρεξε στην εκκλησία. Στάθηκε σε μια μισοσκότεινη γωνιά και βυθίστηκε στην προσευχή και την ικεσία. Σε μια στιγμή σήκωσε ψηλά τα μάτια και είδε πάνω από το κεφάλι του την εικόνα της Παναγίας μας. Στέναξε βαθιά και ψέλλισε
-Ελέησέ με, η ευωδία των χριστιανών, η Κεχαριτωμένη, η Πανάχραντη, και βοήθησέ με, δοξασμένη, πλουσιόφωτη, η ελπίδα των μετανοούντων,«δια το μέγα σου έλεος»
Μ’ αυτά τα λόγια, η Θεοτόκος – παράδοξο! Τον κοίταξε και χαμογέλασε! Ο Νήφων έμεινε σαν εκστατικός, ενώ η καρδιά του πλημμύρισε ευφροσύνη κι άρχισε να σκιρτάει γλυκά. «Τι φιλάνθρωπος που είναι ο Θεός!», σκέφτηκε. «Πόσο μεγάλο το έλεός Του! Πόση η αγάπη και η ευσπλαχνία Του! Και πόση η στοργή κι η φροντίδα της Υπεραγίας Θεοτόκου για τους αμαρτωλούς που μετανοούν!»
Ήθελε να καταφιλήσει αυτή την αγία εικόνα, να τη σφίξει μέσα στη αγκαλιά του και να μην την αποχωριστεί. Τόσος ήταν ο ιερός πόθος, που είχε ανάψει γι’ αυτήν μέσα στην καρδιά του! Ώρα πολλή προσευχήθηκε κι έκλαψε κι απόλαυσε της Θεοτόκου την αισθητή παρουσία. Ύστερα βγήκε και κίνησε για το σπίτι του. Κάθισε στο κρεβάτι του και μονολογούσε: «Είδες, άθλια ψυχή μου, πόσο μας αγαπάει ο Θεός; Κι εμείς Τον εγκαταλείψαμε!… Και η Θεοτόκος; Πώς μας βοήθησε αμέσως κι εκείνη, η προστασία όλων των χριστιανών και η παρηγοριά των μετανοούντων;».Αποκαμωμένος, καθώς ήταν, τον πήρε για λίγο ο ύπνος. Και να! Ο διάβολος μπροστά του, μεταμορφωμένος σε κάποιο παιδί, που μαζί του είχε συνηθίσει ν’ αμαρτάνει. Κάθισε κατ αντικρύ του και, με το σαγόνι στηριγμένο στο ένα του χέρι, τον κοίταζε επίμονα, με βλέμμα λυπημένο, σκυθρωπό, μα και οργισμένο μαζί.- Πές μου, γιατί είσαι έτσι θλιμμένος και κατσούφης; Ρώτησε ο Νήφων.-Γιατί έχεις τρεις μέρες που πήγες στον αγαπητό σου φίλο Νικόδημο, αποκρίθηκε εκείνος ξεφυσώντας. Τρείς μέρες… Και σε ξανακέρδισε η Εκκλησία…Αυτό το βλέπω, και δεν μπορώ να το ανεχθώ. Να γιατί είμαι σε τέτοιο χάλι…-Και για τούτο έχεις πέσει σε τόση θλίψη; Μα αυτό δεν είναι κακό.
Ο άλλος γύρισε αλλού το πρόσωπό του και δεν είπε τίποτα. Τότε ο Νήφων ξύπνησε. Αμέσως κατάλαβε πώς ο διάβολος ήταν που του φανερώθηκε στον ύπνο, και πως τον έκαιγε η μετάνοιά του. Την ίδια στιγμή σηκώθηκε και κίνησε πάλι για την εκκλησία. Πήγε κατευθείαν τώρα στη σεβάσμια εικόνα της Θεοτόκου. Μόλις έριξε πάνω της τα μάτια του, εκείνη ανταποκρίθηκε με το γνωστό και γλυκύτατο χαμόγελό της! Τι γλύκα ξεχύθηκε στα σπλάχνα του απ’ το χαμόγελο εκείνο! Αυθόρμητα άρχισε να κάνει εδαφιαίες μετάνοιες, προσκυνώντας τη χάρη της. Μα, όποτε ανασηκωνόταν και την ατένιζε,τ ην έβλεπε να του χαμογελάει, σα να ήταν ζωντανή…Μια άλλη μέρα, καθώς ερχόταν πάλι στην εκκλησία, βλέπει στο δρόμο κάποιον άνθρωπο ν’ αμαρτάνει. Ευθύς τον κατέκρινε μέσα του γι’ αυτό. Όταν όμως, φτάνοντας στο ναό, πλησίασε την εικόνα της Παναγίας, είδε την Πανάχραντη να τον παρατηρεί πρώτα βλοσυρά, κι έπειτα να στρέφει το βλέμμα της μακριά του. Ο Νήφων συγκλονίστηκε. Τα πόδια του κόπηκαν. Γονάτισε και είπε με το νού του:«Αλίμονό μου! Τί κακό έκανα;… Φαίνεται πώς η αμαρτία τόσο πολύ με κυρίεψε, που δεν έχω συναίσθηση των παραπτωμάτων μου. Σε τί έφταιξα, και μ’ αποστρέφεται η Μητέρα του Κυρίου μου;…». Έστιβε το μυαλό του για να θυμηθεί σε τι αμάρτησε. Ώσπου το θυμήθηκε: Είχε κατακρίνει με το λογισμό του εκείνον το διαβάτη. Στέναξε βαθιά.-Θεέ μου, ικέτεψε με δάκρυα, ομολογώντας την αμαρτία του. Συγχώρεσέ με, με τις πρεσβείες της Παναγίας Μητέρας Σου. Σου άρπαξα, Κύριε, τη δόξα και την αξία, κατακρίνοντας τον πλησίον για μια μικρή του αμαρτία. «Ελέησόν με, ο Θεός, ελέησόν με, ότι επί σοι πέποιθεν η ψυχή μου!» Μετά από πολλή προσευχή και δάκρυα και συντριβή, παρατηρεί πάλι την εικόνα, και τη βλέπει χαμογελαστή όπως πρώτα. Έτσι, παρηγορημένος και ανακουφισμένος, ευχαρίστησε θερμά τη Θεοτόκο και βγήκε από το ναό.
Από τότε πολλές φορές, όποτε έπεφτε σε κάποιο ακούσιο σφάλμα, ελεγχόταν από τη Θεοτόκο με τον ίδιο τρόπο. Και μετανοούσε, έπαιρνε συγχώρηση κι αγωνιζόταν να διορθωθεί
Από το βιβλίο “΄Ενας ασκητής επίσκοπος”..