΄Οσιος Νήφων: «Κύριος ταπεινοίς δίδωσι χάριν» (Παροιμ. 3-34)
Και να! Ξάφνου το Πνεύμα του Θεού άστραψε μπροστά του, πλημμυρίζοντας την καρδιά του μ’ ευφροσύνη και χαρά μεγάλη.
-Νήφων, Νήφων, του λέει. Εγώ θα σου δώσω δύναμη κι εξουσία κατά των ακαθάρτων δαιμόνων. Πρόσεξε μόνο, να μείνεις πάντα ταπεινός. Γιατί όσο αγαπώ τους ταπεινούς, τόσο αποστρέφομαι τους υπερήφανους. Αν θές λοιπόν να σ’ αγαπώ, να ́χει ταπείνωση. Μα να θυμάσαι και τούτα: Ποτέ μην ορκιστείς. Κανένα μη περιγελάσεις. Ψέμα μην ξεστομίσεις. Ποτέ μην οργιστείς μήτε να κατακρίνεις άνθρωπο, κι αν αμαρτήσει ακόμα. Πρόσεξε, γιατί θα ́ναι βαριά η τιμωρία για όλα αυτά. Εσύ λοιπόν να μη μοιάσεις στους αμαρτωλούς. Βαδίζεις, βέβαια, μέσα στις παγίδες του διαβόλου. Μα να έχεις το νού σου, για να μην πιαστείς σε καμιά… Κουράγιο! Εγώ είμαι μαζί σου!
Μόλις είπε τα λόγια αυτά το Πνεύμα του Θεού, έφερε τον όσιο σε έκσταση. Βλέπει τότε εκείνος ένα μακρύ δρόμο, που οδηγούσε προς την ανατολή. Τον φύλαγαν κάποιοι άνδρες, θεόρατοι και μαύροι σαν Αιθίοπες, μ’ αρματωσιά βαριά και δόρατα στα χέρια. Στην αρχή του δρόμου στριμώχνονταν πλήθος ανθρώπων, που ήθελαν να προχωρήσουν. Φοβόντουσαν όμως τους φοβερούς φύλακες. Ανάμεσα στο πλήθος εκείνο ήταν, λέει, κι ο Νήφων. Ζητούσε κι αυτός να περάσει, μα δεν ήξερε πώς. Καθώς λοιπόν στέκονταν όλοι αμήχανοι, παρουσιάζεται ανάμεσά τους ένας λευκοφόρος άνδρας και λέει δυνατά:
-Τί δειλία είναι αυτή που σας κυρίεψε όλους;
-Φοβόμαστε τους Αιθίοπες, αποκρίθηκαν.
Εκείνος τότε στράφηκε στο Νήφωνα.
-Κι εσύ; … Γιατί δεν προχωράς;
-Φοβάμαι κι εγώ…
-Προσευχήθηκες ποτέ να σου δοθεί ταπείνωση; Τον ρώτησε απροσδόκητα ο άγγελος.
-Μα… αυτή ζητάω συνεχώς από το Θεό μου!
-Έ, λοιπόν, σου την έστειλε! Κοίταξε τί θα γίνει…
Και τι να δει ο Νήφων! Με μια γρήγορη κίνηση ο άγγελος σα να του έσκισε το στήθος. Κι εκεί, μπροστά σε όλους, του έβγαλε την καρδιά, την πέταξε στη γη κι έβαλε στη θέση της μιαν άλλη, διαφορετική. Ύστερα του είπε:
-Προχώρησε τώρα στο δρόμο. Οι μαύροι θα παραλύουν στο πέρασμά σου. Κανένας δεν θα ακουμπήσει χέρι πάνω σου.
Τότε και οι άλλοι άρχισαν να εκλιπαρούν τον άγγελο:
-Σε παρακαλούμε, κάνε και σ’ εμάς το ίδιο, για να μπορέσουμε ελεύθερα να βαδίσουμε αυτόν το δρόμο! Μα οι ικεσίες τους δεν έφεραν αποτέλεσμα.
-Ζητήστε το κι εσείς με προσευχή και νηστεία από το Θεό, και χωρίς άλλο θα σας το δώσει. Αν δεν το ζητήσετε, δεν θα το πάρετε. Κι αν δεν το πάρετε, δεν θα μπορέσετε να περάσετε κι απ’ τη στράτα τούτη – τη μόνη που οδηγεί στη ζωή! Αυτός που είδατε, πήρε «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην», επειδή χρόνια πολλά τη ζητούσε από το Θεό. Και μόλις τώρα την αξιώθηκε… Κοιτάξτε τον λοιπόν πώς βαδίζει!
Έριξαν όλοι τα βλέμματά τους πάνω στο Νήφωνα, και τον είδαν να προχωράει στο δρόμο ανεμπόδιστα. Έφτασε στην πρώτη σκοπιά, όπου στέκονταν δύο Αιθίοπες. Στο πλησίασμά του, τράβηξαν τα σπαθιά τους. Τα σήκωσαν για να τον χτυπήσουν, αλλά μεμιάς τα χέρια τους κοκάλωσαν! Ο Νήφων προχώρησε ελεύθερα. Με τον ίδιο τρόπο πέρασε και τη δεύτερη σκοπιά και την Τρίτη και την τέταρτη και τις υπόλοιπες όλες. Τελικά έφτασε σ’ έναν τόπο, όπου είχαν στρατοπεδεύσει ολόκληρα τάγματα αιθιόπων. Αμέσως ρίχτηκαν επάνω του για να τον χτυπήσουν. Μα να, έμειναν κι αυτοί ξεροί κι αναίσθητοι. Ήταν μάλιστα τόσο πολλοί, που έκλεισαν τον τόπο, κι ο Νήφων δεν μπορούσε να περάσει. Για ν ́ ανοίξει λοιπόν δρόμο, άρχισε άλλους να σπρώχνει, άλλους να ποδοπατεί, και συνάμα να φωνάζει:
-Ποιός έστησε εδώ πέρα τα βδελύγματα τούτα, που μας φράζουν το δρόμο προς τη ζωή;…
Κι ενώ οι άλλοι άνθρωποι τον ατένιζαν με θαυμασμό, εκείνος διάβηκε όλο το δρόμο κι έφτασε με ευκολία ως το τέρμα. Όταν ο μακάριος συνήλθε λίγο από την οπτασία, αναρωτιόταν τι να σήμαιναν όλα αυτά. Τότε το Άγιο Πνεύμα, που τον συνείχε ακόμα, τον πληροφόρησε:
-Θέλεις εξήγηση σε όσα είδες; Πρόσεξε: Η στράτα που πήρες, είναι η «στενή και τεθλιμμένη οδός» Οι αιθίοπες είναι οι πονηροί δαίμονες, που πασχίζουν να εμποδίσουν όσους θέλουν να τη βαδίσουν. Τώρα πια σου φανερώθηκε καθαρά, ότι κανένας δεν μπορεί να την περάσει, αν δεν μου ζητήσει πρώτα να του δώσω καρδιά ταπεινή και συντετριμμένη. Εσύ τη ζήτησες και την πήρες. Από δω και πέρα δεν έχεις να φοβηθείς «από φόβου νυκτερινού, από βέλους πετομένου ημέρας, από πράγματος εν σκότει διαπορευομένου», γιατί «τον Ύψιστον έθου καταφυγήν σου».
Έχε το νού σου όμως! Μεγάλος πειρασμός θα σηκωθεί εναντίον σου. Μα δεν θα νικηθείς, γιατί εγώ είμαι μαζί σου. Αυτά είπε το Άγιο Πνεύμα του Θεού κι έλυσε την οπτασία. Μια άρρητη ευωδία, που συνόδευε την παρουσία Του, τύλιγε ακόμα τον όσιο.
-Μα την αλήθεια, μονολόγησε συνεπαρμένος, καμιά ανθρώπινη αίσθηση δεν μπορεί να νιώσει μεγαλύτερη γλυκύτητα, απ’ αυτή που δίνει η ευωδία του Αγίου Πνεύματος. Ναι, ξεπερνάει κάθε απόλαυση, κάθε τέρψη. Αχ, να την απολάμβανα για πάντα! Δεν θα ήθελα πια τις ηδονές του κόσμου! Η τελευταία σκέψη του θύμισε τις αμαρτίες του.
-Αλίμονο σ’ εμένα, άρχισε να θρηνεί, τον αμαρτωλό, τον πονηρό, το βρωμερό, τον ακόλαστο, τον αισχρό, το βλάσφημο! Και τους δαίμονες ξεπερνάω στις αμαρτίες! Τι να κάνω, Θεέ μου, για να γλυτώσω απ ́ αυτούς; Αλίμονό μου!
Συνήθειά του ήταν να λέει και να ξαναλέει:
-Αλίμονο σ’ εμένα, τον αμαρτωλό!…
Στην εκκλησία, μετά την ακολουθία, έβαζε σ’ όλους μετάνοια. Ο ίδιος όμως έκλεινε τα μάτια, για να μη δει κανένα να του την ανταποδίδει – τόσο πολύ μισούσε κι απωθούσε την ανθρώπινη δόξα. Πολλές φορές μάλιστα τον άκουγα να προσεύχεται με στεναγμούς και να λέει:
-Θεέ μου, Θεέ μου, μην επιτρέψεις να με δοξάζουν οι άνθρωποι. Μην τους αφήσεις να μου δείχνουν
εκτίμηση ή σεβασμό. Αντί για τούτα, χάρισέ μου τη δόξα Σου, που μένει στους αιώνες. Γιατί το πνεύμα μου θ’ αναπαυθεί μονάχα όταν θ’ αγάλλεται κοντά Σου. Ξέρεις δα, Κύριε, πώς η φιλία του κόσμου
είν’ η έχθρα σ’ Εσένα, το Θεό μου.
Είχε και μιαν άλλη θεάρεστη συνήθεια ο μακάριος. Όποτε δηλαδή προσευχόταν στην εκκλησία, κάκιζε και μεμφόταν τον εαυτό του, λέγοντας:
-Τί έκανες άθλιε; Ήρθες κι εδώ, για να μολύνεις αυτούς τους αγίους ανθρώπους; Αλίμονό σου, ακάθαρτε! Φαίνεσαι άνθρωπος, μα στα έργα είσαι πονηρός δαίμονας!
Κι έστρεφε τα μάτια του στον ουρανό, λέγοντας:
-Θεέ μου, ελέησέ με, γιατί δεν έχω κάνει κανένα καλό. Έτσι ταπείνωνε τον εαυτό του, θεωρώντας τον χώμα στα πόδια των αδελφών.
-Ψυχή μου, μονολογούσε συχνά, θαρρώ πώς είσαι στ’ αλήθεια χειρότερη κι από το χώμα, που έχουν οι αδελφοί στα παπούτσια τους. Γιατί εκείνο τουλάχιστον τινάζεται και πέφτει, καθώς τρέχουν. Ενώ εσύ, ταλαίπωρη, ξεπέρασες κάθε δαιμονική βρωμιά. Αλίμονό σου την ημέρα της Κρίσεως!…
Έτσι ταλανίζοντας τον εαυτό του, λάτρευε τον Κύριο μ’ ευσέβεια κι αγάπη. Όταν ήθελε να δώσει σε φτωχό κανένα νόμισμα ή τίποτα άλλο, έλεγε:
-«Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν Κύριε, κατά πάντα και δια πάντα».
Κι έσκυβε πρώτος το κεφάλι του, προσκυνώντας ευλαβικά το ζητιάνο. Αν τον ρωτούσε κανείς γιατί το έκανε αυτό, αποκρινόταν:
-Δεν φτάνει που έρχεται ο Χριστός μπροστά στα πόδια μας να ζητιανέψει; Πρέπει να μας προσκυνάει και να παρακαλάει και να μας ικετεύει με δάκρυα; Όχι δα! Αντίθετα, εμείς οφείλουμε όχι μόνο την εντολή της ελεημοσύνης να τηρούμε, αλλά και να παρηγορούμε και να υπηρετούμε και σεβασμό να δείχνουμε στον φτωχό συνάνθρωπό μας. Μακάριος είναι όποιος φροντίζει για τα πλάσματα του
Χριστού!
Έτσι λοιπόν, μες στη βαθειά ταπείνωση, κυλούσε η ζωή του οσίου. Κι αν συνέβαινε καμιά φορά ν’ αμαρτήσει, αμέσως έτρεχε στην εκκλησία να εξομολογηθεί. Και με στεναγμούς παρακαλούσε το Θεό να συγχωρέσει την αμαρτία του. Γιατί, όπως έλεγε, αφού ο άνθρωπος κάθε μέρα αμαρτάνει, κάθε μέρα πρέπει και να μετανοεί. Κι έτσι, ό,τι ράβει ο σατανάς, εμείς θα του το ξηλώνουμε!

Αφήστε μια απάντηση