Guggenheim: Αναμείνατε βαθιά ύφεση, αστάθεια και οικονομική κρίση – Οι καιροί μας θυμίζουν Παγκόσμιο Πόλεμο

Όπως αναφέρει ο επενδυτικός οίκος, το πλέον κατάλληλο ιστορικό παράδειγμα προκύπτει από την περίοδο 1946 -1948

Ζοφερές είναι οι προοπτικές τόσο για την οικονομία όσο και για τις αγορές αναφέρει η γνωστή επενδυτική εταιρεία Guggenheim, με τις συνθήκες, όπως αναφέρει, να ομοιάζουν με αυτές οι οποίες επικρατούσαν κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις έστρεψαν το βλέμμα των ειδικών αλλά και των μέσων ενημέρωσης στο παρελθόν, ώστε μέσα από την ανάλυση της οικονομικής ιστορίας, πρόσφατης και μη, να εξαχθούν πολύτιμα, ει δυνατόν, συμπεράσματα.

Όπως επισημαίνει η Guggenheim, η Αμερική, κατά καιρούς υποφέρει από περιόδους ανατιμήσεων, αλλά οι αναλυτές ασχολούνται μόνο με τον πληθωρισμό στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, που οι αρχές κατάφεραν να τιθασεύσουν ύστερα από τη λήψη δρακόντειων επιτοκιακών μέτρων, προξεαρχούσης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, υπό τον Paul Volcker.
Αν και ο πληθωρισμός εκείνης της περιόδου, λέει η Guggenheim, φέρνει στον νου το σήμερα, οι βαθύτερες αιτίες ΄του  -η χρηματοδότηση του πολέμου του Βιετνάμ και των πρωτοβουλιών κοινωνικής πολιτικής της Μεγάλης Κοινωνίας του Lyndon Johnson, η αποσύνδεση του δολαρίου από τον χρυσό και μια ενεργειακή κρίση- επρόκειτο για μια τελείως διαφορετική κατάσταση, ένα διαφορετικό σύνολο περιστάσεων.

Πληθωρισμός προσφοράς

Ίσως, όπως αναφέρει ο επενδυτικός οίκος, το πλέον κατάλληλο ιστορικό παράδειγμα προκύπτει από την περίοδο 1946,-1948, ήτοι το πληθωριστικό επεισόδιο που έπληξε την οικονομική δραστηριότητα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο ήταν απόρροια της έλλειψης προσφοράς λόγω των ανακατασκευών εργοστασίων σε καιρό ειρήνης, της ανάκαμψης της ζήτησης για καταναλωτικά αγαθά, των υψηλών επιπέδων αποταμίευσης και της ραγδαίας αύξησης ρευστότητας.
Αν μη τι άλλο, παρόμοια είναι η κατάσταση σήμερα. Όσο για το πώς τελείωσε ο πληθωρισμός της δεκαετίας του 1940, η προσφορά και η ζήτηση τελικά επανήλθαν σε ισορροπία, καθώς μια πιο πρωτόγονη εκδοχή της Ομοσπονδιακής Τράπεζας –η οποία δεν είχε τη στόχευση ενός επιτοκίου αναφοράς στην εργαλειοθήκη της– επιβράδυνε την οικονομία περιορίζοντας το χρήμα και την πιστωτική ανάπτυξη, συρρικνώνοντας τον ισολογισμό της.
Οι ανατιμήσεις επιβραδύνθηκαν το 1948 και μειώθηκαν ουσιαστικά το 1949, οπότε ακολούθησε μια σύντομη, ήπια ύφεση. Οι τιμές των μετοχών παρέμειναν γενικά σταθερές. Αυτό θα ήταν ένα ευπρόσδεκτο αποτέλεσμα σήμερα, λέει η Guggenheim, αλλά η πορεία της νομισματικής πολιτικής τους επόμενους μήνες θα καθορίσει εάν ο πληθωρισμός θα τελειώσει ήπια ή με μια βαθιά ύφεση και μεγαλύτερη αναταραχή στην αγορά.

Υπερθέρμανση

Η ζήτηση της μεταπολεμικής Αμερικής ξαφνικά υπερθεμάνθηκε: Μεταξύ 1945 και 1949, μια περίοδος κατά την οποία ο πληθυσμός των ΗΠΑ ήταν περίπου 140 εκατομμύρια, οι Αμερικανοί αγόρασαν 20 εκατομμύρια ψυγεία, 21,4 εκατομμύρια αυτοκίνητα και 5,5 εκατομμύρια σόμπες.
Αυτό ήταν μια μεγάλη ανάκαμψη. Ταυτόχρονα, οι πλεονάζουσες αποταμιεύσεις που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και οι αυξημένες μεταπολεμικές πιστωτικές απαιτήσεις των δανειοληπτών το 1946 και το 1947 -από αγροκτήματα, ιδιοκτήτες κατοικιών, επενδυτές ακινήτων και βιομηχανία- ενθάρρυναν περαιτέρω τις πληθωριστικές πιέσεις.
Ο πληθωρισμός, ο οποίος ήταν 3,1% τον Ιούνιο του 1946, κορυφώθηκε εννέα μήνες αργότερα, στο 20,1% τον Μάρτιο του 1947.
Η άνοδος του πληθωρισμού ακολούθησε μια περίοδο εκρηκτικής ανάπτυξης της νομισματικής βάσης και των τίτλων που διατηρούνταν στον ισολογισμό της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, που αυξήθηκαν 300%, στα 24,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 1945, από 6,2 δισεκατομμύρια δολάρια το 1942.
Αυτή η άνοδος εν καιρώ πολέμου δεν έμοιαζε με αυτό που είδαμε πρόσφατα στον ισολογισμό της κεντρικής τράπεζας ως απάντηση στην πανδημία.

Πώς τελείωσε

Πώς τελείωσε η πληθωριστική περίοδος μετά την κορύφωση του Μαρτίου του 1947;
Πρώτον, η ζήτηση υποχώρησε και η προσφορά κατάφερε να αυξηθεί, με τη μεταποίηση να παίρνει την κατάσταση στα χέρια της. Με άλλα λόγια, το «αόρατο χέρι» της αγοράς λειτούργησε.
Δεύτερον, η νομισματική πολιτική έγινε πιο αυστηρή, αλλά με μερικά διαφορετικά στοιχεία από αυτά που βλέπουμε σήμερα. Όπως εξηγείται στην ετήσια έκθεση της Fed του 1948: «Οι πολιτικές της Ομοσπονδιακής Τράπεζας κατά το μεγαλύτερο μέρος του 1948». . . στόχευαν στην άσκηση περιορισμού της πληθωριστικής πιστωτικής επέκτασης, διατηρώντας ταυτόχρονα τη σταθερότητα στην αγορά κρατικών τίτλων».
Είναι χαρακτηριστικό ότι λείπει οποιαδήποτε συζήτηση για τη διαχείριση των επιτοκίων. Υπενθυμίζεται πως όπως προανήγγειλε η Fed είναι πιθανό να ξεκινήσει μια πορεία μείωσης του ισολογισμού της ενώ ταυτόχρονα θα αυξήσει τα επιτόκια.
Εάν συμβεί αυτό, υπάρχει κίνδυνος το αποτέλεσμα να μην είναι μια γρήγορη, ήπια ύφεση, όπως είδαμε το 1949, αλλά μια πολύ πιο σοβαρή ύφεση, αστάθεια και πιθανή οικονομική κρίση.
Κανείς δεν μπορεί να ελέγξει τόσο την προσφορά όσο και την τιμή οποιουδήποτε εμπορεύματος, συμπεριλαμβανομένης της πίστωσης. Δεδομένων των επιπέδων ρεκόρ εταιρικού χρέους, των φουσκωμένων αποτιμήσεων των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και των αυξανόμενων τιμών εξαιτίας των κερδοσκοπικών επενδύσεων, οι προοπτικές για λάθος πολιτικής είναι υψηλές.
Οι υπεύθυνοι θα ήταν φρόνιμο να κοιτάξουν στο παρελθόν. Οι προσπάθειες συγκράτησης του πληθωρισμού στη δεκαετία του 1970 επικεντρώθηκαν στη στόχευση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, αντί του περιορισμού των πιστώσεων, ελέγχοντας τον ισολογισμό της Fed και την προσφορά χρήματος. Αυτή η πολιτική ήταν μια προφανής αποτυχία.
Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής φαίνεται να έχουν χάσει την πίστη τους στη δύναμη των αγορών να καθορίζουν τις τιμές και να εξισορροπούν την προσφορά και τη ζήτηση, και έχουν αποκτήσει υπερβολική πίστη στη δική τους ικανότητα να κάνουν το ίδιο.
Ίσως μια ορθολογική και πειθαρχημένη προσέγγιση που να τηρεί τη νομισματική ορθοδοξία, όπως αποδείχθηκε στη δεκαετία του 1940, θα μείωνε σημαντικά τον κίνδυνο λάθους της πολιτικής, θα μείωνε τον κίνδυνο ενός πληθωρισμού όπως της δεκαετίας του 1970 και θα απέτρεπε τον οικονομικό πανικό, καταλήγει η Guggenheim.

bankingnews.gr

Αφήστε μια απάντηση