
Όπως τον είχε προειδοποιήσει το Πνεύμα του Θεού, ήρθε κι η ώρα του μεγάλου πειρασμού… Κάθε Σάββατο, τη νύχτα, ο Νήφων ξαγρυπνούσε. Ούτε κοιμόταν ούτε καθόταν. Ως το πρωί της Κυριακής προσευχόταν κι έκανε μετάνοιες ο μιμητής του Δανιήλ, ή μάλλον των αγγέλων, που ανταποκρίνονται στην προφητική προτροπή: «προσκυνήσατε αυτώ πάντες άγγελοι αυτού». Αυτή την τάξη κρατούσε όχι μόνο τις Κυριακές, μα και τις δεσποτικές εορτές, σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση.
Ανάλογα προσευχόταν κι όλες τις άλλες μέρες και νύχτες. Το πρωί μάλιστα έλεγε μια προσευχή, που την επαναλάμβανε και αποβραδίς. Αλλά τι προσευχή ήταν εκείνη! Ξέχειλη από σοφία και χάρη και θεογνωσία. Έκλεινε μέσα της όλη την άφατη θεολογία – τη γέννηση του Υιού, τη δημιουργία των ασωμάτων Δυνάμεων, τα φρικτά και άρρητα μυστήρια, τα θαύματα της θείας οικονομίας και του φυσικού κόσμου, τα τωρινά και τα έσχατα, τα επίγεια και τα καταχθόνια… – μα τι να πρωτογράψω;-… τα εγκόσμια και τα υπερκόσμια, τα ορατά και τ ́ αόρατα, τα καταληπτά και τ’ ακατάληπτα, τα νοητά και τ ακατανόητα… Ίσως παρακάτω να καταχωρίσουμε, αν μπορέσουμε, κάποιο τμήμα από τη θεσπέσια προσευχή του.
Ας δούμε όμως τώρα, τι έγινε με τον μεγάλο πειρασμό που τον βρήκε. Κάποιο Σάββατο, καθώς σουρούπωνε, άρχισε, όπως πάντα, να προσεύχεται. Ξαφνικά ακούει ένα τρομερό κι ανατριχιαστικό συριγμό, που του τρύπησε τ ́ αυτιά! Πάγωσε…
«Τί να είναι αυτό;», αναρωτήθηκε.
Μα δεν πρόλαβε να πει τίποτα άλλο, και να ο διάβολος… Άρχισε να βρυχάται και ν’ αφρίζει και να φοβερίζει το Νήφωνα. Εκείνος τα χρειάστηκε… Ο νους του σκοτίστηκε. Ο φόβος κι η ταραχή τον παρέλυσαν. Έκανε να προσευχηθεί, μα δεν μπορούσε να μαζέψει το νού του. Μύρια κακά τον κυρίεψαν: χασμουρητά και υπνηλία, κομμάρα και ραθυμία, ακατάσχετη φλυαρία, αφόρητη λύπη… Σωπαίνω γι’ άλλα χειρότερα…
Νύχτες και μέρες συνέχιζε να τον βασανίζει μ’ αυτόν τον τρόπο. Το είχε βάλει σκοπό να του σαλέψει ολότελα τα λογικά! Κάποια στιγμή, αποκαμωμένος ο μακάριος από την τυραννία του διαβόλου,
άφησε φωνή:
-Άχ, αμαρτωλέ Νήφων!… Τώρα πληρώνεις τις αμαρτίες σου! Κι ο πειρασμός, που φοβόσουνα, είναι στ’ αλήθεια φοβερός. Ο δράκοντας είναι μανιασμένος μαζί σου. Ήδη σου σκότισε το νου. Πρόσεχε!… Πρόσεχε, μη σε καταπιεί ζωντανό!…
Αυτά είπε και σταυροκοπήθηκε. Στο μεταξύ ο αναίσχυντος διάβολος συνέχιζε να τον τυραννάει δίχως σταματημό, πότε με τον ένα και πότε με τον άλλο τρόπο. Δεν δίσταζε ακόμα και να τον εκβιάσει.
-Λοιπόν, ή σταματάς την προσευχή, του είπε κάποτε ορθά – κοφτά, ή στρογγυλοκάθομαι εδώ δίπλα σου μέχρι να σκάσεις! Δεν φεύγω, κι ό,τι θέλει ας γίνει!
-Δεν θα σου κάνω το χατίρι, ακάθαρτε δαίμονα, του ξέκοψε ο Νήφων. Κι αν ο Θεός μου σε πρόσταξε να με σκοτώσεις, ας γίνει το θέλημά Του. Αν πάλι δεν το θέλει αυτό ο Θεός, τότε… τι να πώ… γελάω με τα τεχνάσματά σου!
-Μα… υπάρχει Θεός; Θεός δεν υπάρχει! Του σφύριξε ο διάβολος.
Την ίδια στιγμή έριξε στο νου του σκοτάδι και σύγχυση, τριβελίζοντάς τον ασταμάτητα με τα φρικτά τούτα λόγια:
Υπάρχει Θεός; Θεός δεν υπάρχει!..
Να ποιός ήταν λοιπόν ο τελικός του σκοπός. Αποκαλύφθηκε τώρα. Ήθελε να ρίξει τον όσιο ολότελα στην απιστία! Και το καταχθόνιο σχέδιό του ήταν χωρισμένο σε τρεις διαδοχικές φάσεις ̇ Πρώτα, επίθεση και αιχμαλώτιση της διάνοιας του Νήφωνα. Έπειτα, σκοτισμό και αποχαύνωσή του. Και τέλος, το γκρέμισμά του στο θανάσιμο βάραθρο της απιστίας και της παραφροσύνης.
Σκιζόταν η καρδιά του οσίου, σαν άκουγε τον φαρμακερό λόγο του νοητού φιδιού. Και μ’ όση δύναμη του είχε απομείνει, αντίλεγε:
-«Είπεν άφρων εν καρδία αυτού ̇ ούκ έστι Θεός». Αφανίσου, ζοφερέ, και μη βλαστημάς! Γκρεμίσου στο σκοτάδι! Τσακίσου από μπροστά μου, γιατί εγώ πιστεύω βαθιά πως ο Θεός και υπάρχει και θα υπάρχει
αιώνια!
Μα ο μισόκαλος διάβολος είχε βάλει σκοπό να τον νηκήσει, και μάλιστα το γρηγορότερο. Του θόλωνε λοιπόν όλο και περισσότερο το μυαλό. Παρέλυε τη σκέψη του και τον έκανε να ξεχνάει ό,τι ήξερε από την Αγία Γραφή. Άρχιζε, λόγου χάρη, να λέει, όπως συνήθιζε, ένα ψαλμό. Ενώ όμως τα χείλη του ψέλλιζαν τα λόγια του ψαλμού, ο σκοτισμένος νους του δεν τα καταλάβαινε. Αυτή η κατάσταση τον στενοχωρούσε και τον φαρμάκωνε.
-Συμφορά μου! Δεν καταλαβαίνω τι λέω! Στέναζε, όταν συνερχόταν λίγο.
Κι άρχιζε πάλι από την αρχή την προσευχή με πολύ κόπο.
Τέσσερα χρόνια παράδερνε έτσι! Κι ο διάβολος δεν σταματούσε να τον σφυροκοπάει κάθε μέρα:
-Θεός δεν υπάρχει!… Θεός δεν υπάρχει!…
Αυτός ο φρικιαστικός λόγος βύθιζε το νου του σε πηχτό σκοτάδι και την καρδιά του σ’ απαρηγόρητη θλίψη. Τόση ήταν η λύπη κι η ταραχή του απ’ τον σατανικό πόλεμο, που και στο δρόμο ακόμα τον έβλεπες να περπατάει σαν απελπισμένος κι αδιάφορος για όλα.
Ο διάβολος, ωστόσο, δεν σταματούσε να τον πειράζει.
-Άκου δω! Του λέει. Δεν θα σου ζητήσω πια τίποτα άλλο, παρά μόνο να κόψεις την προσευχή που κάνεις πρωί και μεσημέρι.
Α, η αναίδειά του ξεπερνούσε κάθε όριο…
-Άκου κι εσύ! Του απαντάει ο Νήφων. Και στην πορνεία να πέσω… και φονιάς να γίνω… κι ό,τι άλλο να κάνω… απ ́ τα πόδια του Κυρίου μου Ιησού Χριστού δεν φεύγω. Πάρε το απόφαση!
-Τί λές; Και υπάρχει Χριστός; Χριστός δεν υπάρχει! Ποιός πάλι σε πλάνησε, πως υπάρχει τάχα Χριστός;… Όχι, δεν υπάρχει! Εγώ μόνο κυριαρχώ στα σύμπαντα. Εσύ λοιπόν γιατί μ’ απαρνήθηκες;
-Υπάρχει Χριστός, άθλιε! Ναι, υπάρχει, Θεός μαζί και άνθρωπος! Μα… ως πότε θα τυραννάς το πλάσμα του Θεού, αχρείε; Δεν πρόκειται να με πλανέψεις, κατάλαβέ το, πανούργε και σκοτεινέ! Ναι, σκοτάδι είσαι και στο σκοτάδι ζεις και με το σκοτάδι πολεμάς τους ανθρώπους. Αλλά και στο σκοτάδι θα βασανίζεσαι στους ατέλειωτους αιώνες. Χάσου από δω, εχθρέ του Θεού και των αγίων Του!
Ήταν να θαυμάζει κανείς την υπομονή και την καρτερία, που έδειχνε ο δίκαιος! Μα κι από τα χείλη του δεν έλειπε η δοξολογία του Θεού. Εκείνος όμως ο κακούργος δεν ξεκολλούσε από κοντά του, λέγοντας και ξαναλέγοντας αδιάκοπα:
-Τί δηλαδή; Νομίζεις πώς υπάρχει Θεός; Και πού τον είδες το Θεό μου λές; Ποιός σου τον έδειξε; Και πού μένει;… Δείξε μού τον, και θα πιστέψω κι εγώ!
Τέσσερα χρόνια, όπως είπα, τον βασάνιζε μ’ αυτόν τον τρόπο. Ό,τι κι αν έκανε – έτρωγε, κοιμόταν, προσευχόταν… αυτόν τον λογισμό του έβαζε, αναγκάζοντάς τον να πιστέψει πως δεν υπάρχει Θεός. Του έπαιρνε το μυαλό μ’ αυτή την εξοντωτική επανάληψη. Κι ήταν να κλαίς, βλέποντας τον δίκαιο να γκρεμίζεται στη δυσπιστία…
Άλλοτε έλεγε: «Υπάρχει Θεός!». Και άλλοτε, κάτω από την επήρεια του διαβόλου: «Όχι… μάλλον Θεός δεν υπάρχει…». Έφτασε στην απόγνωση. Ένιωθε την ψυχή του γυμνή και κούφια. Δεν άφηνε όμως την προσευχή και τη μελέτη του.
Ένα βράδυ πήγε στην εκκλησία και στάθηκε να προσευχηθεί μπροστά στην εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. αλλά, … νάτος πάλι ο διάβολος!
-Θεός δεν υπάρχει! Άρχισε να τον τριβελίζει, όπως πάντα.
Σηκώνει τότε τα μάτια του ο δίκαιος και κοιτάζει πονεμένα τη μορφή του Χριστού. Ένας βαθύς στεναγμός βγήκε από τα βάθη της καρδιάς του. Άπλωσε ικετευτικά τα χέρια του στην εικόνα και φώναξε:
-«Ο Θεός ο Θεός μου, πρόσχες μοι ̇ ίνατί εγκατέλιπές με;»
Βεβαίωσέ με, Θεέ μου, πώς υπάρχεις, γιατί αλλιώς θα σταματήσω όσα κάνω γι’ το άγιο όνομά Σου,
και θα υπακούσω στις ορμήνειες του διαβόλου!
Σώπασε και περίμενε… Ενώ είχε στυλωμένη τη ματιά του στο ιερό εικόνισμα, το βλέπει ξάφνου ν’ αστράφτει! Τι πρόσωπο του οσίου λούστηκε στο φως. Μια άρρητη ευωδία τον τύλιξε… Θαμπωμένος από το φως και μεταρσιωμένος από την ουράνια μοσχοβολιά, έπεσε καταγής. Έτρεμε ολόκληρος. Σχεδόν μηχανικά άρχισε να ψελλίζει:
-«Πιστεύω εις ένα Θεόν,
Πατέρα, παντοκράτορα,
ποιητήν ουρανού και γης,
ορατών τε πάντων και αοράτων ̇
και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν,
τον Υιόν του Θεού τον μονογενή»,
τον πλάστη και Δεσπότη μου…
«Και εις το Πνεύμα το άγιον»,
Το ένδοξο και το φωτιστικό,
«το λαλήσαν δια των προφητών»…
Κύριέ μου Ιησού Χριστέ,
μην οργιστείς μαζί μου, πολυέλεε.
Μη μ’ αποδιώξεις, τον βέβηλο,
που ασέβησα στο άγιο Σου όνομα
Εσύ δα ξέρεις, Κύριε,
Πόσο με παίδεψε ο εχθρός,
Βυθίζοντάς με ολότελα
Στην απιστία την πονηρή.
Γι’ αυτό συγχώρεσε με,
που σε δοκιμασία έβαλα
την ανεξίκακη φιλανθρωπία Σου,
πανάγαθε και μακρόθυμε,
«ο μετανοών επί κακίας ανθρώπων»…
Ήταν ακόμα πεσμένος με το πρόσωπο στη γη. Ανασηκώθηκε λίγο και κοίταξε δειλά τη σεβάσμια εικόνα. Τί ήταν αυτό που αντίκρισε! Το πρόσωπο του Κυρίου έλαμπε σαν ήλιος! Ο Νήφων μαγνητίστηκε από την απερίγραπτη γλυκύτητα και την υπερκόσμια χάρη Του. Μα το πιο θαυμαστό ήταν τούτο: Σαν άνθρωπος ζωντανός γύριζε τα μάτια Του ο Χριστός εδώ κι εκεί, έπαιζε τα φρύδια και σάλευε τα χείλη. Θαυμασμός και δέος κυρίεψαν το Νήφωνα μπροστά σ’ εκείνο το παράδοξο θέαμα.
-Κύριε, ελέησον! Αναφώνησε αυθόρμητα.
Μια ανέκφραστη, εξωκόσμια αγαλλίαση ήρθε ν’ αναμεστώσει την ψυχή του.
-Αλήθεια, είπε μ’ ενθουσιασμό, μεγάλος είναι ο Θεός των χριστιανών, και μεγάλη η δόξα και η δύναμη Του! Γιατί ποτέ δεν θ ́ αφήσει να χαθεί το πλάσμα, που προστρέχει στα άχραντα πόδια Του. Ευλογητός ο Θεός και ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, που μ’ έσωσε από το σκοτάδι και τα σιδερένια δεσμά του θανάτου!
Είπε και άλλες πολλές ευχαριστήριες προσευχές στον Κύριο, κι έφυγε από την εκκλησία. Πήγε στο κελί του και, ήρεμος πια, αποκοιμήθηκε λιγάκι. Η καρδιά του ήταν γεμάτη χαρά πνευματική…
Από τότε άλλαξε. Τώρα περπατούσε με ζωντάνια και χάρη, χαμογελαστός κι ευδιάθετος πάντα. Με όλους τους ανθρώπους ήταν πρόσχαρος και γλυκομίλητος.
Όσοι λοιπόν τον ήξεραν, αναρωτιόντουσαν απορημένοι:
-Τόσα χρόνια ήταν απλησίαστος. Βαρύς και σκυθρωπός. Πώς έγινε τώρα έτσι χαρωπός κι εγκάρδιος; μήπως είδε κανένα όραμα;…
Και οι άνθρωποι έκαναν, βέβαια, τις υποθέσεις τους. Ο Νήφων πάλι, κάθε φορά που αντίκριζε εκείνη την εξαίσια μορφή του Κυρίου, άπλωνε τα χέρια, άνοιγε διάπλατα τα μάτια και προσευχόταν δοξολογικά:
-Εσύ είσαι ο Χριστός, ο μονογενής Υιός του Θεού, ο ένδοξος, ο πολυεύσπλαχνος, ο φιλάνθρωπος, η πηγή της ζωής, το ουράνιο μύρο…
Ύστερα χλεύαζε το διάβολο:
-Πού είναι εκείνος ο κακούργος, που έλεγε πώς δεν υπάρχει Θεός; Ρεζίλι έγινε ο ανόητος, ο φλύαρος, ο βρωμερός, ο σκοτεινός και μισόκαλος! Μου φανερώθηκε ο Κύριός μου και μου έδωσε σημείο, όπως στον μακάριο Θωμά, όταν απίστησε.
«Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριο και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρι μου».
Με τέτοιους ύμνους δοξολογούσε και ευχαριστούσε ο μακάριος Νήφων το Θεό,
που τον επισκέφθηκε μέσα σε άρρητη ευωδία.
(Από το βιβλίο “΄Ενας ασκητής επίσκοπος”)