
Τα αυτοάνοσα είναι νοσήματα με σημαντικό μεταβολικό υπόβαθρο.
Η πορεία των αυτοάνοσων νοσημάτων συνδέεται άμεσα με ελλείψεις σε βιταμίνες, μικροθρεπτικά συστατικά, καθώς και μεταβολικές διαταραχές που επηρεάζουν την ικανότητα του οργανισμού να διαχειρίζεται τη φλεγμονή, τους μηχανισμούς επούλωσης και την ικανότητα του ανοσοποιητικού να αναγνωρίζει δικά του όργανα και ιστούς, ώστε να μην τους επιτίθεται.
Πολλοί ασθενείς με αυτοάνοσα έχουν ελλείψεις που δεν γνωρίζουν. Ειδικές εξετάσεις που απευθύνονται σε ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα εντοπίζουν τις ελλείψεις και μεταβολικές διαταραχές που επηρεάζουν την πορεία της νόσου και την υγεία τους.
Από τη στιγμή που σε έναν ασθενή γίνεται διάγνωση αυτοάνοσου νοσήματος, γνωρίζει ότι για την υπόλοιπη ζωή του θα ζει με το νόσημα. Θα βιώνει περιόδους με εξάρσεις και άλλες με υφέσεις, το οποίο είναι χαρακτηριστικό των αυτοάνοσων ασθενειών.
Ο χρόνιος πόνος, οι γαστρεντερικές διαταραχές, η χρόνια φλεγμονή, οι διαταραχές του σωματικού βάρους, η μελαγχολία και η κακή διάθεση, οι διαταραχές στον ύπνο, η κόπωση και η έλλειψη ενέργειας είναι κάποια από τα πιο κοινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα.
Ένα αυτοάνοσο νόσημα δεν αναμένεται να θεραπευτεί. Ωστόσο, ενός καλός γιατρός, που στέκεται δίπλα στον ασθενή και η χορήγηση της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής, μπορούν να τον βοηθήσουν να διαχειριστεί σε μεγάλο βαθμό τη νόσο και τις επιπτώσεις της στη ζωή του.
Ενδεικτικά κάποια από τα αυτοάνοσα νοσήματα είναι:
- Σκλήρυνση Κατά Πλάκας
- Θυρεοειδίτιδα Χασιμότο
- Ρευματοειδής Αρθρίτιδα
- Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος (ΣΕΛ)
- Ψωρίαση
- Ψωριασική αρθρίτιδα
- Ελκώδης Κολίτιδα
- Νόσος του Crohn
- Μυασθένεια
- Αυτοάνοση Ηπατίτιδα
- Σκληροδερμία
- Κοιλιοκάκη
- Γυροειδής Αλωπεκία
- Σύνδρομο Sjogren
- Λεύκη
- Νόσος του Graves
- Νόσος του Addison
- Διαβήτης Τύπου 1
- Ουδετεροπενία (χαμηλά λευκά αιμοσφαίρια – ουδετερόφιλα)
- Δερματομυοσίτιδα
- Αγκυλοποιητική Σπονδυλαρθρίτιδα
- Νόσος Αδαμαντιάδη – Behcet
- Αντιφωσφολιπιδικό Σύνδρομο
- Κακοήθης ή Μεγαλοβλαστική Αναιμία (νόσος του Μπίρμερ)
- Πρωτοπαθής Χολική Κίρρωση
- Πέμφιγα
Μέχρι σήμερα έχουν περιγραφεί πάνω από 150 διαφορετικά αυτοάνοσα νοσήματα με κοινό σημείο μεταξύ τους, τη δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
Τα αυτοάνοσα νοσήματα στην πλειοψηφία τους, δε συνδέονται με σημαντική μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης. Ωστόσο, διαταράσσουν σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής των ατόμων που πάσχουν από αυτά.
Πρόκειται για νοσήματα που συχνά απαιτούν τη λήψη ισχυρών φαρμακευτικών αγωγών εφ’ όρου ζωής. Μέχρι πρόσφατα η αντιμετώπιση τους ήταν κυρίως συμπτωματική και στόχευε στη μείωση της φλεγμονής και στην καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος.
Μια Ευαίσθητη Μέθοδος Μέτρησης, που Εφαρμόζεται στα Αυτοάνοσα Νοσήματα, Παρέχει Ακριβή Εικόνα για την Κατάσταση της Υγείας ενός Ατόμου
Κάθε ασθενής που έχει διαγνωστεί με αυτοάνοσο νόσημα έχει πραγματοποιήσει μια σειρά εξετάσεων οι οποίες περιλαμβάνουν εργαστηριακό έλεγχο (γενική αίματος, δείκτες φλεγμονής, δείκτες ηπατικής ή νεφρικής λειτουργίας), απεικονιστικό έλεγχο (υπερηχογράφημα, ακτινογραφία, μαγνητική τομογραφία) και σε πολλές περιπτώσεις και βιοψία.
Αυτή η κατηγορία εξετάσεων συμβάλλει στη διάγνωση της νόσου και στον καθορισμό της ενδεδειγμένης φαρμακευτικής αγωγής. Είναι συχνό για τους ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα να υποβάλλονται σε πολλές και διαφορετικές εξετάσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες για να προσδιοριστεί ποιο είναι το νόσημα από το οποίο πάσχουν. Η διάγνωση ενός αυτοάνοσου νοσήματος χρειάζεται χρόνο και διερεύνηση σε αρκετές περιπτώσεις.
Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας της διάγνωσης, ο ασθενής ξεκινά να ακολουθεί το θεραπευτικό πλάνο που του συστήθηκε από το γιατρό του, με στόχο τον έλεγχο της νόσου του. Ωστόσο, η λήψη φαρμακευτικής αγωγής δεν αρκεί από μόνη της για να επιτευχθεί πλήρης έλεγχος της νόσου.
Τα αυτοάνοσα νοσήματα οφείλονται σε πολλαπλούς παράγοντες που επηρεάζουν ταυτόχρονα τη λειτουργία του ανοσοποιητικού, του νευρικού, του ορμονικού, του γαστρεντερικού συστήματος και του οργανισμού συνολικά.
Έτσι ο πλήρης έλεγχος ενός αυτοάνοσου νοσήματος είναι ιδιαίτερα δύσκολος και συχνά οι ασθενείς αντιμετωπίζουν πρόβλημα στο να ρυθμίσουν ικανοποιητικά τη νόσο.
Υπάρχει μια κατηγορία εξειδικευμένων εξετάσεων που απευθύνεται σε όσους έχουν διαγνωστεί με αυτοάνοσο νόσημα και περιλαμβάνει τον εντοπισμό των ελλείψεων και των μεταβολικών διαταραχών του οργανισμού, που συνδέονται με την πορεία και την ανάπτυξη της νόσου τους.
Τα αυτοάνοσα είναι χρόνια νοσήματα με σημαντικό μεταβολικό υπόβαθρο. Οι ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα, έχουν ελλείψεις και μεταβολικές διαταραχές που συνδέονται με την ύπαρξη της νόσου τους.
Η σταδιακή ανάπτυξη οριακών ελλείψεων, που περνούν απαρατήρητες, συσσωρεύονται σε διάστημα αρκετών ετών ή και δεκαετιών και υποσκάπτουν την υγεία μας.
Η ανάλυση μικρών μορίων στο αίμα, ανιχνεύει μεταβολικές διαταραχές που συνδέονται με την πορεία και την εκδήλωση των αυτοάνοσων. Η μεταβολική κατάσταση ενός ατόμου είναι ο κύριος παράγοντας κινδύνου εκδήλωσης αυτής της κατηγορίας νοσημάτων(1-5).
Πώς η Κλινική μας Βοηθά τον Ασθενή να Αλλάξει την Πορεία του με τη Νόσο
Η κλινική μας ειδικεύεται στην αντιμετώπιση αυτοάνοσων νοσημάτων. Στα περιστατικά που αναλαμβάνουμε ο πρώτος στόχος είναι να σταματήσουμε την εξέλιξη της νόσου.
Προτεραιότητα είναι η βελτίωση της ποιότητας ζωής και ο έλεγχος των συμπτωμάτων, ώστε ο ασθενής να πλησιάσει όσο πιο κοντά γίνεται στο πώς ήταν πριν την εμφάνιση της νόσου.
Η διενέργεια ειδικών εξετάσεων επιτρέπει στους ασθενείς να αλλάξουν την πορεία τους νόσου και να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους.
Οι εξετάσεις που διενεργούνται ονομάζονται μεταβολομικές αναλύσεις. Απευθύνονται σε ασθενείς με αυτοάνοσο και εντοπίζουν τις διαταραχές που επηρεάζουν την πορεία της νόσου.
Πρόκειται για μια κατηγορία εξειδικευμένων εξετάσεων που ανιχνεύουν περισσότερους από 80 δείκτες, που αφορούν:
- Σε ελλείψεις μικροθρεπτικών συστατικών: ελλείψεις σε βιταμίνη D, βιταμίνη C, σελήνιο, ψευδάργυρο, αντιοξειδωτικά και ωμέγα-3 συνδέονται με επιδείνωση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος, της εμφάνισης φλεγμονής και της κατάστασης της υγείας ασθενών με αυτοάνοσο.
- Στην παραγωγή ενέργειας στα μιτοχόνδρια (οργανίδια όπου παράγεται ενέργεια στα κύτταρα): η μιτοχονδριακή δυσλειτουργία συνδέεται με κακή λειτουργία του ανοσοποιητικού και του ορμονικού συστήματος και ανάπτυξη αυτοανοσίας. Η μειωμένη απόδοση των μιτοχονδρίων, οδηγεί το ανοσοποιητικό σε υπερ-λειτουργία και σταδιακή έκπτωση της λειτουργίας του.
- Σε δυσχέρεια στο μεταβολισμό των απλών ζαχάρων: κατανάλωση απλών ζαχάρων μεγαλύτερη από αυτή που μπορεί να μεταβολίσει ο κάθε οργανισμός, πυροδοτεί φλεγμονές και είναι σημαντικός δείκτης για την πορεία των αυτοάνοσων.
- Στην αντίσταση στην ινσουλίνη: η ινσουλίνη λειτουργεί ως κατασταλτικός παράγοντας στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης διαταράσσουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού, επιδεινώνουν την αυτοανοσία και επιταχύνουν την καταστροφή των οργάνων που πλήττονται από το νόσημα.
- Στο μεταβολισμό των νευροδιαβιβαστών: ουσίες όπως η ντοπαμίνη, η σεροτονίνη και η αδρεναλίνη μεταβιβάζουν μηνύματα μεταξύ των κυττάρων και ρυθμίζουν τη λειτουργία του νευρικού και ορμονικού συστήματος. Οι μεταβολομικές αναλύσεις παρέχουν ακριβή εικόνα για την έκκριση των συγκεκριμένων νευροδιαβιβαστών.
- Στο μεταβολισμό των λιπαρών οξέων: η σχέση μεταξύ ωμέγα-3 και ωμέγα-6 λιπαρών είναι σημαντικός δείκτης για την ικανότητα του οργανισμού να διαχειρίζεται τις φλεγμονές, ενώ παράλληλα παίζουν κεντρικό ρόλο στη ρύθμιση της φυσιολογικής απόκρισης του ανοσοποιητικού συστήματος.
- Στην κατάσταση της μικροβιακής χλωρίδας του οργανισμού: αλλοίωση του μικροβιώματος συνδέεται με επιδείνωση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος και της ικανότητας του να ξεχωρίζει μεταξύ των δικών του ιστών και εξωγενών στοιχείων, όπως παθογόνα μικρόβια και ιοί.
Τα αποτελέσματα των εξετάσεων αξιολογούνται από την επιστημονική ομάδα της κλινικής μας, ώστε να διαμορφωθεί το θεραπευτικό πλάνο, που ταιριάζει στον κάθε ασθενή.
Μέχρι και λίγα χρόνια πριν, η ακριβής καταγραφή των ελλείψεων σε κάθε άτομο ήταν ιδιαίτερα δύσκολη με τις κλασσικές μεθόδους μέτρησης. Έτσι η διόρθωση τους βασιζόταν σε γενικές οδηγίες. Τα τελευταία χρόνια, αυτή η ευαίσθητη μέθοδος μέτρησης, που ανιχνεύει μικρά μόρια στον οργανισμό, παρέχει ακριβή εικόνα για την κατάσταση της υγείας ενός ατόμου.
Είναι ζωτικής σημασίας η ταχύτερη δυνατή παρέμβαση για την αποκατάσταση των παραπάνω, με στόχο την αναστολή της εξέλιξης της νόσου.
Συνήθως απαιτούνται 6-8 μήνες για την επίτευξη μιας σημαντικής αλλαγής, ένα έτος για να σταθεροποιηθεί ο οργανισμός σε ένα καλύτερο επίπεδο λειτουργίας και δύο χρόνια για την επίτευξη των βέλτιστων αποτελεσμάτων.
Η επιστημονική μας ομάδα έχει διαχειριστεί περισσότερα από 25.000 περιστατικά με αυτοάνοσα και χρόνια νοσήματα.
Μέσα από την κλινική μας εμπειρία έχουμε διαπιστώσει ότι η διόρθωση ελλείψεων του οργανισμού σε βιταμίνες και άλλα στοιχεία και η αποκατάσταση των μεταβολικών διαταραχών, αλλάζουν ριζικά την πορεία των αυτοάνοσων νοσημάτων προς το καλύτερο και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών, από μια εικόνα σταθερής επιδείνωσης, σε μια σταθερής βελτίωσης.