
Ο Σοφός Σειράχ μας δίνει μια συμβουλή θαυμάσια και ψυχωφελέστατη:
“Μιμνήσκου τα έσχατά σου, και είς τον αιώνα ούχ αμαρτήσεις” (7:36).
Δηλαδή, “να θυμάσαι πάντα τα τέλη της ζωής σου, και ποτέ δεν θ΄αμαρτήσεις”
Τα “έσχατα” αυτά είναι:
α) ο σωματικός θάνατος του ανθρώπου,
β) η Δευτέρα παρουσία του Χριστού,
γ) η δόξα του Παραδείσου και
δ) η οδύνη της κολάσεως.
Όποιος τα θυμάται και τα μελετάει με το νου του συνεχώς, πολιτεύεται ενάρετα και θεάρεστα.
δ΄. Η κόλαση
Όταν ο πλούσιος της παραβολής (Λουκ. 16:19-31) ήταν πια στον άδη και βασανιζόταν, παρακάλεσε από μακριά τον πατριάρχη Αβραάμ να στείλει το Λάζαρο στα πέντε αδέλφια του, “να τους προειδοποιήσει, ώστε να μην έρθουν κι εκείνοι σ΄αυτόν τον τόπο των βασάνων”. Και ο Αβραάμ του είπε: “Έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών, ας υπακούσουν σ΄αυτά”. “Όχι, πατέρα μου Αβραάμ”, έκραξε ο πλούσιος, “αν όμως κάποιος απ΄τους νεκρούς πάει σ΄αυτούς, θα μετανοήσουν”. Μά ο πατριάρχης τους εξήγησε: “Αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, δεν θα πειστούν ούτε κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς” (Λουκ. 16:27-31).
Πόση σοφία κλείνουν τα λόγια τούτα, μα και ολόκληρη η παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου! Πόση σοφία και πόση αλήθεια! Όποιος δεν πιστεύει στις άγιες Γραφές, όποιος δεν πείθεται από το ανυπέρβλητο θαύμα της πίστεώς μας, δεν θα πιστέψει ούτε κι αν δει νεκρό ν΄ανασταίνεται. Μήπως, άλλωστε, δεν αναστήθηκαν και νεκροί κατά καιρούς από τον Κύριο και τους αποστόλους και τους αγίους; Μήπως δεν γίνονται σημεία και θαύματα μέχρι σήμερα στο όνομα του Χριστού; Πόσοι, λοιπόν, πίστεψαν και πιστεύουν απ΄αυτά; Οι καλοπροαίρετοι εκείνοι, που θα πίστευαν και χωρίς τα θαύματα! Οι άλλοι βρίσκουν χίλιες δυο προφάσεις και ερμηνείες, κλείνοντας τα μάτια τους μπροστά στην αλήθεια.
Οι νεκραναστάσεις και τ΄άλλα θαύματα, βέβαια, δεν γίνονται συχνά, αλλά σπάνια, μόνο όταν εξυπηρετούν κάποιον καλό και ευεργετικό σκοπό της φιλανθρωπίας και της πανσοφίας του Θεού. Γιατί αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να τα εκμεταλλευθεί ο πανούργος διάβολος και να πλανήσει όχι μόνο τους απλοϊκούς, μά κι αυτούς τους εκλεκτούς. Ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας μάλιστα λέει, πώς ο πονηρός, βλέποντας τους ανθρώπους να εντυπωσιάζονται από τις νεκραναστάσεις, θα γέμιζε τον κόσμο θαύματα, σπέρνοντας μέσα σ΄αυτά τα δόγματα της κακίας του και τις πλάνες της μοχθηρίας του, και δημιουργώντας έτσι συγχύσεις, αναταραχές και αιρέσεις. Ενώ τώρα δεν μπορεί να πλανήσει εύκολα τους ανθρώπους, επειδή η πίστη μας στον παράδεισο και την κόλαση δεν στηρίζεται στα θαύματα, αλλά στο βίωμά μας, στην εμπειρία μας και στις θείες Γραφές, που τις έχουν εξηγήσει με ακρίβεια οι θεόσοφοι άγιοι Πατέρες.
Υπάρχουν, όμως, εκείνοι που λένε: “Ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και δεν θα κολάσει κανέναν. Όσα διαβάζουμε στις Γραφές για την κόλαση και τις τιμωρίες είναι μόνο απειλές, για να φοβηθούμε και να είμαστε φρόνιμοι και καλοί”. Αυτή δεν είναι παρά σκέψη που βάζει στο νου τους ο διάβολος, για να τους οδηγήσει στην αμέλεια και τη ραθυμία, επειδή γνωρίζει ότι ο φόβος της κολάσεω συγκρατεί σαν χαλινάρι την ψυχή και την κρατάει μακριά από το κακό. Πώς είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν οι επαγγελίες του Θεού για την αιώνια ζωή και τον παράδεισο, και να μην επαληθευθούν οι προειδοποιήσεις Του για την αιώνια κόλαση; Ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι παράλογος. Δείχνει όμως και μεγάλη άγνοια, γιατί και στο παρελθόν ο Κύριος δεν ευεργέτησε μόνο τους ανθρώπους, αλλά και τους απείλησε και τους τιμώρησε, όταν έπεσαν σε βαρειές παραβάσεις και δεν μετανόησαν.
Μήπως δεν εξορίστηκαν από τον παράδεισο της τρυφής ο Αδάμ και η Εύα (Γεν. 3:23-24); Μήπως δεν αφάνισε ο μεγάλος κατακλυσμός όλη την αμαρτωλή ανθρωπότητα (Γεν. 6:1-7:24); Μήπως δεν καταστράφηκαν τα Σόδομα και τα Γόμορα (Γεν. 19:14-24); Μήπως δεν καταποντίστηκε ο Φαραώ μ΄όλα τα άρματα και το ιππικό του στην Ερυθρά Θάλασσα (Έξ. 14:15-31); Μήπως δεν θανατώθηκαν οι Εβραίοι που γόγγυσαν στην έρημο (Αρ. 14:2-37); Μήπως δεν εξολοθρεύτηκαν μέσα σε μια μέρα είκοσι τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι που πόρνευσαν (Αρ. 25:1-9); Μήπως δεν πέθαναν πολλοί απ΄τα δαγκώματα των φιδιών, επειδή λιγοψύχησαν και λιγοπίστησαν (Αρ. 24:4-6); Μήπως, κοντολογίς, όλες οι Γραφές δεν είναι γεμάτες από τις τιμωρίες του Θεού, ακριβώς όπως κι από τις ευεργεσίες Του; Πώς λοιπόν λές, ότι ο Θεός δεν τιμωρεί και δεν κολάζει; Και αν τώρα δεν τιμωρεί άμεσα, όπως τότε, μην ξεθαρρεύεις. Εκείνοι δεν είχαν διδαχθεί για τη μελλοντική κόλαση, γι΄αυτό και τιμωρούνταν την ίδια ώρα. Εμείς όμως που μάθαμε για τα μέλλοντα από το Χριστό και τους αποστόλους Του, θα τιμωρηθούμε αιώνια και αυστηρότερα. Γιατί; Επειδή οι Εβραίοι τότε ήταν σε νηπιακή πνευματική κατάσταση, ενώ εμείς προικισθήκαμε με χάρη και με γνώση.
Πώς θα είναι όμως η κόλαση; Όπως και για τον παράδεισο, οι Γραφές μας μιλούν γι΄αυτήν αλληγορικά, γιατί μήτε ανθρώπινος νους μπορεί να συλλάβει μήτε ανθρώπινη γλώσσα να περιγράψει την οδύνη και το ζόφο της.
Εννιά λογιών θα είναι οι τιμωρίες της:
Πρώτη, η αιώνια φωτιά, η φωτιά η άσβεστη.
Δεύτερη, το τρίξιμο των δοντιών (Ματθ. 25:30), που προκαλείται από το αιώνιο και τρομερό ψύχος.
Τρίτη, η αφόρητη και απερίγραπτη δυσωδία από τ΄ακάθαρτα και βρωμερά βδελύγματα.
Τέταρτη, η απέχθεια, η φρίκη και ο εναγώνιος τρόμος που θα προξενεί στις ψυχές η θέα των ζοφερών και παμμίαρων δαιμόνων.
Πέμπτη, η πνευματική και ακατάληπτη πείνα και δίψα, η δίψα που έκανε τον πλούσιο εκείνο να ικετεύει για μια σταγόνα νερό, και να παίρνει την απελπιστική απάντηση: “Υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα” (Λουκ. 16:26).
Έκτη, το ακοίμητο σκουλήκι (πρβλ΄. Μάρκ. 9:48), δηλαδή ο συνεχής και βασανσιτικός έλεγχος της συνειδήσεως για τις αμαρτίες που διαπράχθηκαν.
Έβδομη, το φοβερό κι απέραντο πνευματικό σκοτάδι.
Όγδοη, η θανάσιμη απόγνωση, πού γεννιέται στους κολασμένους από το γεγονός ότι δεν έχουν καμιά ελπίδα λυτρώσεως ή παρηγοριάς.
Ένατη και βαρύτερη απ΄όλες, η στέρηση του Θεού γιατί, μολονότι θα φανεί οξύμωρο, πρέπει να πούμε ότι θα προτιμούσαν οι αμαρτωλοί να βλέπουν το κάλλος του ποθητού θείου Προσώπου και να υπομένουν όλα τα βάσανα της κολάσεως, παρά να μη βασανίζονται και να στερούνται το Θεό -αυτή είναι η πιο πικρή κόλαση! Μύριες γέεννες δεν μπορούν να εξισωθούν με την έκπτωση από τη δόξα του παραδείσου, με την απώλεια της αιώνιας βασιλείας, με την εγκατάλειψη από το Χριστό, με το άκουσμα της φοβερής φράσης “δεν σας ξέρω” (Λουκ. 13:27).
“Γιατί όμως”, ρωτάνε μερικοί, “να τιμωρεί ο Θεός αιώνια μια πρόσκαιρη αμαρτία;” Επειδή ο Θεός δεν λογαριάζει τόσο τις πράξεις όσο τις προαιρέσεις των ανθρώπων. Όποιος δηλαδή πεθάνει αμετανόητος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι σταμάτησε ν΄αμαρτάνει. Αυτός, σύμφωνα με την προαίρεσή του, και αιώνια να ζούσε στη γη, αιώνια θα λέρωνε την ψυχή του με αμαρτίες. Αντίστοιχα, ένας ευλαβής και δίκαιος άνθρωπος, όσο κι αν ζούσε, θα αγωνιζόταν για το αγαθό και θα τηρούσε τις θείες εντολές, σύμφωνα με την καλή του προαίρεση. Έτσι τέλεια κρίνει η τέλεια δικαιοσύνη του Κυρίου.
Άλλοι πάλι λένε: “Γιατί ο Θεός δεν τιμωρεί κι εδώ τους αμαρτωλούς, αλλά τους αφήνει να κάνουν το κακό και ν΄αδικούν;” Μα για να φανερώσει τη μακροθυμία Του. Για να δώσει χρόνο μετάνοιας. Για να μη στερήσει τη σωτηρία απ΄αυτούς που θα μεταμεληθούν. Αν ύστερ΄από μιαν αμαρτία τιμωρούσε και θανάτωνε, πώς θα σωζόταν ένας Δαβίδ, που αμάρτησε τόσο βαριά, αλλά μετανόησε μετά τόσο βαθιά; Πώς θα σωζόταν ο κορυφαίος απόστολος Πέτρος, που αρνήθηκε τρεις φορές το Χριστό, αλλά έκλαψε μετά με τόση συντριβή; Πώς θα σωζόταν ο μέγας Παύλος, που τόσο αμείλικτα καταδίωκε τους χριστιανούς, αλλά μεταστράφηκε μετά κι έγινε μάλιστα ο φωτιστής των εθνών; Πώς θα σώζονταν αυτοί και τόσοι άλλοι, αν ο Κύριος τους τιμωρούσε αμέσως για την αμαρτία τους και δεν τους έδινε καιρό μετάνοιας; Από το άλλο μέρος, πάλι, υπάρχουν περιπτώσεις που ο Καρδιογνώστης τιμωρεί κι εδώ εκείνους πού δεν πρόκειται να μετανοήσουν, ξυπνώντας μ΄αυτόν τον τρόπο τους άλλους από τον ύπνο της αναισθησίας. Έτσι τιμωρήθηκαν με θανατικό οι αποστάτες Ισραηλίτες (Άρ. 17:6-15), οι ασεβείς γιοί του Ηλί, που φονεύθηκαν από τους Φιλισταίους (Α΄Βας. 2:12-36, 4:11), οι διεφθαρμένοι Βενιαμίτες, που εξοντώθηκαν από τους Ισραηλίτες (Κρ. 19:22-20:49), εκείνοι οι δεκαοχτώ, που πλακώθηκαν από τον πύργο στο Σιλωάμ (Λουκ. 13:4), οι Γαλιλαίοι, που σκοτώθηκαν από τον Πιλάτο καθώς πρόσφεραν θυσία (Λουκ. 13:1), οι Κορίνθιοι, που πέθαναν πρόωρα γιατί κοινωνούσαν ανάξια (Α΄Κορ. 11:30), όπως και τόσοι άλλοι, παλαιότερα και τώρα και πάντα. Περισσότεροι, πάντως, είναι εκείνοι που έφυγαν από τη ζωή αυτή με θάνα
το φυσικό, χωρίς να τιμωρηθούν, μολονότι είχαν πολλές αμαρτίες. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο Θεός ενεργεί πάντα με σοφία, με δικαιοσύνη και με φιλανθρωπία. Γι΄αυτό κανένα ερώτημα δεν είναι τόσο κρίσιμο, όσο τούτο: Τι κάνουμε εμείς τώρα;
Όταν σε καίει η φλόγα της σαρκικής επιθυμίας, ρίξε νοερά τον εαυτό σου μέσα στη φλόγα της κολάσεως, και θα καταλαγιάσεις έτσι εύκολα.
Όταν στην άκρη της γλώσσας σου έχεις κανέναν άπρεπο λόγο, πρίν τον ξεστομίσεις, θυμήσου το τρίξιμο των δοντιών που προκαλείται από το τρομερό ψύχος της κολάσεως, κι αυτό θα σου γίνει χαλινάρι.
Όταν θελήσεις ν΄αρπάξεις ξένο πράγμα, φέρε στο νου σου τα λόγια του Κριτή, “Δέστε του τα πόδια και τα χέρια, πάρτε τον και βγάλτε τον έξω στο σκοτάδι” (Ματθ. 22:13), και θα κάνεις πίσω.
Όταν δείχνεις σκληρότητα και ασπλαχνία, να συλλογίζεσαι τις πέντε παρθένες, που δεν είχαν λάδι για τα λυχνάρια τους, δεν είχαν δηλαδή έργα αγάπης, κι έμειναν έξω από τη γιορτή του γάμου (Ματθ. 25:1-13), και θα γίνεις οπωσδήποτε εύσπλαχνος.
Όταν παρασύρεσαι σε γλέντια και μεθύσια και κραιπάλες, ν΄ακούς τη γοερή ικεσία του πλουσίου, “Πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δαχτύλου του και να μου δροσίσει τη γλώσσα” (Λουκ. 16:24), ικεσία που δεν ικανοποιήθηκε, και θα φύγεις μακριά από τις αμαρτωλές διασκεδάσεις.
Όταν η σάρκα σου, ο κόσμος ή ο διάβολος σε παρακινούν ν΄αμαρτήσεις μ΄οποιονδήποτε τρόπο, ν΄ακούς τη φοβερή φωνή του Κυρίου, πού θα πει σ΄όλους τους αμαρτωλούς: “Φύγετε από μπροστά μου, καταραμένοι, πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά” (Ματθ. 25:41).
Ώ, τι θρήνος ανώφελος τότε! Ώ, τι δάκρυα μάταια! Ώ, τι πόνος αγιάτρευτος και πληγή αθεράπευτη!
Καρδιά σκληρή, καρδιά πέτρινη, που τότε θα ραγίζεις από θανάσιμη οδύνη, γιατί δεν πονάς και δεν συντρίβεσαι τώρα από μετάνοια;
Μάτια πονηρά, μάτια αναίσχυντα, που τότε θα κλαίτε από την αφόρητη θλίψη του άδη, γιατί δεν δακρύζετε τώρα από πένθος και κατάνυξη;
Στόμα ρυπαρό, στόμα αισχρό, που τότε θα ζητάς βοήθεια χωρίς ελπίδα, γιατί περιφρονείς τώρα την προσευχή και καταπιάνεσαι με ματαιολογίες;
Ψυχή αναίσθητη, ψυχή αμετανόητη, που τότε θα στερηθείς για πάντα τη δόξα του Θεού και θα συμμεριστείς την καταδίκη του διαβόλου, γιατί υποδουλώνεσαι τώρα τόσο άλογα, εσύ, η θεία και αθάνατη, στο φιλήδονο και χωμάτινο σώμα;
“Ψυχή μου, ψυχή μου! Ανάστα, τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι”!
Ψυχή μου, “φύγε μακριά απ΄το κακό και κάνε το καλό” (Ψαλμ. 33:15).
“Γιατί, να, έρχεται η ημέρα του Κυρίου με θυμό και οργή που κανείς δεν μπορεί να εξιλεώσει, έρχεται να ερημώσει την οικουμένη και ν΄αφανίσει τους αμαρτωλούς απ΄αυτήν” (Ησ. 13:9).