Η σκάλα προς τον Παράδεισο / Κενοδοξία, ύπερηφάνεια & ταπεινοφροσύνη – Οσ.Ιωάννου της Κλίμακος

Κενοδοξία, ύπερηφάνεια & ταπεινοφροσύνη

ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟ τών άμαρτωλών παθών τοποθετούν καί πολύ σωστά, τήν κενοδοξία πλάι στήν ύπερηφάνεια. Γιατί ποιός κινδυνεύει νά πέσει στήν ύπερηφάνεια, άν νίκησε τήν κενοδοξία; Ή σχέση πού έχουν μεταξύ τους οί δύο αύτές φοβερές κακίες, είναι ή σχέση άνάμεσα στό παιδί καί τόν ώριμο άνθρωπο ή άνάμεσα στό σιτάρι καί τό ψωμί.

Γιατί ή κενοδοξία είναι ή άρχή καί ή ύπερηφάνεια ή κατάληξη. Ή κενοδοξία μεταβάλλει τή φύση του άνθρώπου, του διαστρέφει τό χαρακτήρα καί τόν όδηγεί νά παρακολουθεί άγρυπνα κάθε μομφή πού γίνεται σέ βάρος του. Σκορπίζει τούς κόπους καί τούς ίδρώτες τού πνευματικού άγωνιστή καί γίνεται θανάσιμος κίνδυνος γιά τό θησαυρό της ψυχής, πρόδρομος τής ύπερηφάνειας, ναυάγιο μέσα στό λιμάνι, μυρμήγκι στ’ άλώνι.

Τό μυρμήγκι περιμένει νά μαζευτεί τό σιτάρι στό άλώνι, καί ή κενοδοξία περιμένει ν’ αύξηθεί στήν ψυχή ό πνευματικός πλούτος. Τό μυρμήγκι χαίρεται γιατί θά κλέψει τό σιτάρι, καί ή κενοδοξία γιατί θά σκορπίσει τόν πνευματικό πλούτο.

Ό δαίμονας τής άπελπισίας χαίρεται όταν πληθαίνει ή κακία. ‘Αντίθετα, ό δαίμονας τής κενοδοξίας χαίρεται όταν πληθαίνει ή άρετή. Πατί ή πόρτα πού μπαίνει ό πρώτος είναι τό πλήθος τών ψυχικών τραυμάτων ένω πόρτα γιά τόν δεύτερο είναι ό πλούτος τών κόπων. Πρόσεξε καί θά δείς τήν άνίερη κενοδοξία νά διατηρείται ζωντανή μέχρι τόν τάφο: στά ρούχα, στά άρώματα, στίς έπιδεικτικές έμφανίσεις καί σέ τόσα άλλα.

Όπως ό ήλιος λάμπει σ’ όλα τά δημιουργήματα, έτσι καί ή κενοδοξία χαίρεται γιά κάθε κατόρθωμά μας. Νηστεύοντας κενοδοξώ. Καί όταν καταλύω τή νηστεία, γιά νά μή φανώ στούς άλλους, πάλι κενοδοξώ. Φορώντας καλά ρούχα κενοδοξώ. Καί άλλάζοντάς τα μέ φτωχικά, πάλι κενοδοξώ. Μέ νικάει καί όταν μιλάω καί όταν σωπαίνω. Όπως κι άν τό ρίξεις αύτό τό τριβόλι, όρθιο θά σταθεί τό κεντρί του.

Κενόδοξος είναι ένας χριστιανός είδωλο- λάτρης. Έξωτερικά δείχνει πώς λατρεύει τό Θεό, στήν πραγματικότητα όμως έπιδιώκει ν’ άρέσει στούς άνθρώπους καί όχι στό Θεό. Κενόδοξος είναι καθένας πού θέλει νά δείχνεται. Τού κενόδοξου καί ή νηστεία καί ή προσευχή μένουν χωρίς μισθό. Γιατί καί τά δυό τά κάνει γιά νά κερδίσει τόν έπαινο τών άνθρώπων.

Ο Θεός πολλές φορές κρύβει άπό τά μάτια μας καί τά καλά πού τυχόν έχουμε. Αύτός όμως πού μας έπαινεί, ή καλύτερα μας πλανα μέ τούς έπαίνους, άνοίγει τά μάτια μας. Καί μόλις άνοίξουν τά μάτια, ό έσωτερικός μας πλούτος γίνεται άφαντος. Αύτός πού μας κολακεύει, γίνεται ύπηρέτης τών δαιμόνων καί μας όδηγεί στήν ύπερηφάνεια, μέ άποτέλεσμα νά χάνουμε τή μετάνοια πού θά μας σώσει. ‘Αφανίζει τά καλά πού έχουμε, καί μας βγάζει άπό τόν σωστό δρόμο, όπως λέει ό προφήτης Ήσαϊας: «Όσοι σας μακαρίζουν σας άποπλανούν άπό τόν ίσιο δρόμο» (Ήσ.3:12).

Οσοι έχουν προοδεύσει στήν πνευματική ζωή, έχουν τή δύναμη νά ύποφέρουν τήν περιφρόνηση μέ γενναιότητα καί εύχαρίστηση. Αλλά τή δύναμη νά ξεπεράσουν τούς έπαίνους χωρίς νά βλαφτούν τήν έχουν μόνο οί άγιοι. «Αλήθεια, ποιός άπό τούς άνθρώπους ξέρει τά μυστικά του άλλου, έκτός άπό τό πνεύμα του ίδιου τού άνθρώπου, πού βρίσκεται μέσα του;», γράφει ό άπόστολος Παύλος (Α’ Κορ.2:11). Ας ντραπούν λοιπόν καί άς κλείσουν τό στόμα τους όσοι έπιχειρούν νά έγκωμιάζουν τούς άλλους, ένω έκείνοι είναι παρόντες.

Οταν άκούσεις ότι ό συγγενής ή ό φίλος σου σέ κατηγόρησε, δείξε τήν άγάπη σου μέ τό νά τόν έπαινέσεις. Είναι μεγάλο κατόρθωμα ν’ άποτινάξεις άπό τήν ψυχή σου τόν έπαινο τών άνθρώπων. Μεγαλύτερο όμως είναι ν’ άποκρούσεις τόν έπαινο των δαιμόνων πού σέ σπρώχνουν νά καυχιέσαι καί νά ύπερηφανεύεσαι έσωτερικά. Πραγματική ταπεινοφροσύνη δέν είναι τό νά έξευτελίζεται κανείς μόνος του. Γιατί ποιός δέν μπορεί νά ύπομείνει τόν έαυτό του; ‘ΑληΘινά ταπεινός είναι έκείνος, πού δέν λιγοστεύει ή άγάπη του γι’ αύτούς πού τόν είρωνεύονται.

Είναι πολλές καί περίεργες οί έκδηλώσεις στίς όποϊες ή κενοδοξία σπρώχνει τό δούλο της. Μέσα στήν έκκλησία, τούς όκνηρούς τούς κάνει πρόθυμους, τούς άφωνους τούς κάνει καλλίφωνους, τούς νυσταλέους άγρυπνους. Οταν τιμώνται οί κενόδοξοι, γίνονται ύπερήφανοι. Κι όταν τούς καταφρονούν γίνονται μνησίκακοι. Όποιος ύπερηφανεύεται γιά τά φυσικά του χαρίσματα, δηλαδή γιά τήν έξυπνάδα, τήν άντίληψη, τήν καλή άνάγνωση καί προφορά καί γιά όλα όσα έχει ό άνθρωπος χωρίς νά κοπιάσει, αύτός ποτέ δέν θά κερδίσει τά ύπερφυσικά χαρίσματα. Γιατί αύτός πού δείχνεται άχάριστος στά μικρά, θά δειχθεί άχάριστος καί κενόδοξος καί στά μεγάλα.

“Υπάρχει ή δόξα πού χαρίζει ό Θεός, όπως ό ίδιος βεβαιώνει: «Αύτούς πού μέ δοξάζουν θά τούς δοξάσω κι έγώ» (Α’Βασ.2:30). Υπάρχει καί ή δόξα πού προέρχεται άπό τό διάβολο, μέ τούς έπαίνους των άνθρώπων. Γι’ αύτό είπε ό Κύριος: «Αλίμονο, όταν όλοι οί άνθρωποι σας έπαινούν» (Λουκ.6:26). Θ’ άντιληφθείς καί θά γνωρίσεις καλά τή δόξα πού χαρίζει ό Θεός, όταν λογαριάζεις σάν ζημιά σου τή δόξα τών άνθρώπων καί τήν άποφεύγεις μέ κάθε τρόπο, καί όταν, όπου κι άν βρίσκεσαι, κρύβεις τόν τρόπο τής ζωής σου. Θά γνωρίσεις όμως καλά καί τή δόξα των άνθρώπων όταν καί τό παραμικρό έργο σου τό κάνεις «πρός τό θεαθήναι τοίς άνθρώποις».

“Όταν έπιδιώκουμε τή δόξα ή όταν χωρίς νά τή ζητήσουμε, μας τήν προσφέρουν οί άλλοι, τότε άς θυμηθούμε τή λύπη πού πρέπει νά νιώθουμε γιά τίς άμαρτίες μας, καί τήν εύλάβεια πού πρέπει νά έχουμε μπροστά στό Θεό, στήν άτομική μας προσευχή. Έτσι θά διώξουμε τόν άναιδή δαίμονα τής κενοδοξίας -άν βέβαια φροντίζουμε νά κάνουμε άληθινή προσευχή.

Αν δέν μας βοηθήσουν αύτά, άς φροντίσουμε γρήγορα νά φέρουμε στή σκέψη μας τή φοβερή ώρα τού θανάτου μας. Καί άν κι αύτή δέν μας ξυπνήσει, άς φοβηθούμε τουλάχιστο τήν αίώνια καταισχύνη, πού είναι άποτέλεσμα τής προσωρινής έπίγειας δόξας. Γιατί είπε ό Κύριος: «Όποιος ύψώνει τόν έαυτό του, θά ταπεινωθεί» (Λουκ. 18:14) -όχι μόνο στήν άλλη ζωή, άλλά καί σ’ αύτήν έδω όπωσδήποτε.

Όταν άρχίσουν νά μας έπαινούν ή μάλλον νά μας έξαπατούν άς θυμηθούμε γρήγορα τό πλήθος τών άμαρτιών μας, καί τότε όπωσδή- ποτε θά συναισθανθούμε ότι είμαστε άνάξιοι γι’ αύτά πού λένε γιά μας. Είδα κάποιον πού εύχαριστούσε τό Θεό μέ τό στόμα του, ένω ύπερηφανευόταν μέ τή σκέψη του. Αύτό τό έπιβεβαιώνει καθαρά ό Φαρισαίος, πού έλεγε: «Σ’ εύχαριστώ, Θεέ μου»! (Λουκ.18:11).

Οπου συνέβη πτώση σέ κάποια άμαρτία, έκεϊ προηγήθηκε ή ύπερηφάνεια. Γιατί ή ύπερηφάνεια είναι τό προμήνυμα κάθε πτώσεως. Όποιος άποκρούει τόν έλεγχο γιά τά σφάλματά του, φανερώνει τό πάθος τής ύπερηφά-νειας πού κρύβει μέσα του. Ένω αύτός πού τόν δέχεται εύχάριστα, λύνεται άπό τά δεσμά της.

Κάποιος γέροντας νουθετούσε πνευματικά έναν ύπερήφανο. Καί αύτός, τυφλωμένος άπό τό πάθος, τού άπάντησε: Συγχώρεσέ με, πάτερ, δέν είμαι ύπερήφανος! Τότε ό σοφός γέροντας τού είπε: Καί ποιά άλλη καλύτερη άπόδειξη μας χρειάζεται ότι είσαι ύπερήφανος, άπό τό νά λές πώς δέν είσαι;

Οταν ό δαίμονας τής ύπερηφάνειας κυριαρχήσει στούς δούλους του, τότε τούς παρουσιάζεται είτε στόν ύπνο είτε καί όταν είναι ξύπνιοι άκόμα, μέ τή μορφή δήθεν κάποιου άγίου ή ένός άγγέλου. Καί τούς άπατα, μέ τό νά τούς προσφέρει άποκάλυψη δήθεν μυστηρίων ή άλλα χαρίσματα. “Έτσι οί δυστυχισμένοι αύτοί, άφου έξαπατηθούν άπό τόν διάβολο, χάνουν τελείως τά λογικά τους.

Η ύπερηφάνεια κάνει νά ξεχνάμε τίς άμαρτίες μας, γιατί ή θύμησή τους δημιουργεί τήν ταπεινοφροσύνη. Ο ύπερήφανος άνθρωπος μοιάζει μέ τό ρόδι, πού, ένω άπό μέσα είναι σάπιο, έξωτερικά είναι γυαλιστερό. Στόν ύπερήφανο δέν χρειάζεται διάβολος, γιά νά τόν πολεμάει. Γιατί ό ίδιος έχει γίνει διάβολος καί έχθρός του έαυτού του.

Οποιος ένώθηκε άδιάσπαστα μέ τήν ταπείνωση, γίνεται περισσότερο άπ’ όλους ήπιος, προσηνής, εύσπλαχνικός καί εύκατάνυκτος. Γίνεται είρηνικός, χαρούμενος, εύάγωγος, άγρυπνος καί άκούραστος. ‘Αλλά τί χρειάζεται ν’ άπαριθμώ πολλά άλλα; Ό ταπεινός φτάνει στήν άπάθεια, γιατί, όπως λέει ό ψαλμωδός, «στήν ταπείνωσή μας μας θυμήθηκε ό Κύριος καί μας λύτρωσε άπό τούς έχθρούς μας» (Ψαλμ.135:23,24), άπό τά πάθη καί άπό τούς μολυσμούς. Ολα τά όρατά τά φωτίζει ό ήλιος. Καί όλα όσα γίνονται μέ έπίγνωση, τά στερεώνει ή ταπείνωση.

“Οταν λείπει τό φώς, όλα είναι ζοφερά. Καί όταν άπουσιάζει ή ταπείνωση, όλα τά έργα μας είναι μάταια καί άνώφελα. Είναι άδύνατο νά βγεί φλόγα άπό τό χιόνι. Πολύ πιό άδύνατο όμως είναι νά ύπάρξει ταπεινοφροσύνη στούς έτερόδοξους καί τούς αίρετικούς. Γιατί μόνο οί πιστοί καί εύσεβείς μπορούν νά πετύχουν τό κατόρθωμα αύτό, καί μάλιστα άφου καθαριστούν άπό τά πάθη τους. Οί πιό πολλοί άπό μας λέμε ότι είμαστε άμαρτωλοί. “Ισως καί νά τό πιστεύουμε. Έκείνο όμως πού δοκιμάζει τήν άληθινή ταπείνωση στήν καρδιά, είναι ή περιφρόνηση καί ό έξευτελισμός άπό τούς άλλους.

Ιερή συζυγία είναι ή άγάπη μαζί μέ τήν ταπείνωση. Γιατί ή ταπείνωση ύψώνει, ένω ή άγάπη συγκρατεϊ αύτούς πού ύψώθηκαν καί δέν τούς άφήνει νά πέσουν. Όποιος καλλιεργεί τήν ταπείνωση, δέν ένδιαφέρεται γιά τά σχόλια καί τίς μομφές των άνθρώπων. Γιατί όταν ό Θεός είναι έτοιμος νά μάς άκούσει, τότε όλα μπορούμε νά τά κατορθώσουμε.

Νά προτιμάς νά λυπήσεις τούς άνθρώπους παρά τό Θεό. Ό Θεός χαίρεται, όταν μας βλέπει νά ύπομένουμε καί νά έπιδιώκουμε τό χλευασμό καί τήν έξουθένωση τών άνθρώπων γιά νά περιορίσουμε τήν κούφια ύπεροψία. Μέ τούτο θά μας καταλάβουν όλοι ότι είμαστε άληθινοί χριστιανοί, όχι έπειδή έχουμε τή δύναμη νά διώχνουμε τά δαιμόνια, άλλά έπειδή τά όνόματά μας γράφτηκαν στόν ούρανό τής ταπεινώσεως (Λουκ.10:20).

Έπειδή δέν θέλουμε εύκολα νά ταπεινωθούμε, ό Κύριος οίκονόμησε καί τούτο: Κανείς μας νά μήν μπορεί νά δεί ό ίδιος τά ψυχικά του τραύματα, όσο τά βλέπει ό πλησίον μας. Όπότε είμαστε άναγκασμένοι νά χρωστάμε χάρη γιά τήν ψυχική μας διόρθωση καί ύγεία όχι στόν έαυτό μας, άλλά στόν πλησίον μας καί στό Θεό. Έχω τή γνώμη ότι μόνο οί άγγελοι στόν ούρανό μπορούν νά μήν άμαρτάνουν τελείως. Γιατί άκουσα τόν έπίγειο άγγελο, τόν άπόστολο Παύλο, νά λέει: «Είναι άλήθεια πώς ή συνείδησή μου δέν μέ έλέγχει γιά τίποτε, άλλά αύτό δέν άποδεικνύει πώς είμαι πραγματικά άθώος. Αύτός πού μπορεί νά μέ κρίνει είναι μόνο ό Κύριος» (Α’ Κορ. 4:4).

Αρα λοιπόν όφείλουμε νά καταδικάζουμε συνεχώς τόν έαυτό μας, ώστε μέ τόν έκούσιο αυτοεξευτελισμό νά σωθούμε άπό τίς άκούσιες άμαρτίες μας. Διαφορετικά, τήν ώρα του θανάτου μας θά δώσουμε όπωσδήποτε φοβερό λόγο γι’ αύτές. Γνωρίζοντας ό Κύριός μας ότι ή έσωτερική άρετή συνδυάζεται καί μέ τήν έξωτερική έμφάνιση, φόρεσε τήν ποδιά τού ύπηρέτη καί έπλυνε τά πόδια των μαθητών Του, δείχνοντας σ’ έμας τή μέθοδο πού πρέπει νά χρησιμοποιήσουμε, γιά νά προχωρήσουμε στό δρόμο τής ταπεινοφροσύνης.

Γιατί ή ψυχή μας έπηρεάζεται άπό τίς έξωτερικές μας άσχολίες, τυπώνει μέσα της όσα κάνουμε καί συμμορφώνεται μ’ αύτά. Αν ή ύπερηφάνεια έκανε δαίμονες κάποιους άγγέλους, όπωσδήποτε ή ταπεινοφροσύνη μπορεί νά κάνει άγγέλους τούς δαίμονες. Γι’ αύτό άς έχουν θάρρος όσοι έπεσαν. Ας άγωνιστούμε μ’ όλες μας τίς δυνάμεις γιά ν’ άνεβούμε στήν κεφαλή τής ταπεινοφροσύνης. Αν δέν τό μπορούμε αύτό, άς άνεβούμε τουλάχιστο στούς ώμους της. Αν κι αύτό μας είναι δύσκολο, άς μή χάσουμε τουλάχιστο τήν άγκαλιά της. Γιατί όποιος τή χάσει κι αύτή, φοβάμαι πώς δέν θά μπορέσει νά κερδίσει τίποτα στήν αίωνιότητα.

Ι.Μ.Παρακλήτου, Ωρωπού Αττικής

 

Ο ΟΣΙΟΣ Ιωάννης, ό ήγούμενος της μονής τού Σινά, γνωστός περισσότερο ώς «Τωάννης της Κλίμακος», έζησε τόν 6ο αί. “Έλαβε πλούσια έγκύκλια μόρφωση, καί γι αύτό άπέκτησε τόν τίτλο «σχολαστικός». Στά 16 του χρόνια πήγε στό Σινά κι έμεινε κοντά στόν πρώτο γέροντά του, τόν Μαρτύριο. Μετά τό θάνατο τού τελευταίου, περιόδευσε στά μοναστήρια καί τ’ άσκητήρια της Αϊγύπτου. Ύστερα γύρισε στό Σινά κι έγκαταστάθηκε σ’ ένα κελλί της έρήμου, σέ απόσταση δύο ώρών από τή μονή της Άγίας Αϊκατερίνης.

Στό κελλί αύτό έζησε καί άγωνίστηκε τή σκληρότατη άσκηση της έρήμου 40 όλόκληρα χρόνια. Τότε ή μεγάλη άγιότητά του καί ή πνευματική σοφία του έκαναν τούς μοναχούς τού Σινά νά τόν καλέσουν γιά ήγούμενό τους. Στή θέση αύτή έμεινε 10 περίπου χρόνια. Τελικά αποσύρθηκε πάλι στήν προσφιλή του έρημο, όπου καί τελεύτησε σέ ήλικία 75 περίπου χρόνων.

Η σπάνια μόρφωσή του, περισσότερο δμως ή καταπληκτική ίκανότητά του στήν ψυχοδιαγνωστική καί στήν καθοδήγηση τών ψυχών καταφαίνονται στό πολύτιμο έργο του «Κλίμαξ», γνωστό καί ώς «Σκάλα Παραδείσου». Έπί 13 αίώνες τώρα ή «Κλίμαξ» αποτελεί τό συνεχές καί προσφιλές έντρύφημα όχι μόνο τών μοναχών, άλλά καί όλων τών χριστιανών, πού δέν άρκουνται στήν έξωτερική έκτέλεση όρισμένων έντολών του Θεού, άλλά διψούν γιά πραγματική κάθαρση της ψυχής, γιά γνήσια καί σέ βάθος πνευματική καλλιέργεια, γιά άναβάσεις όλο καί σέ ψηλότερες βαθμίδες της κλίμακας πού όδηγεϊ στήν άπειρη άγάπη του Θεού καί στή θέωση.

Μέ τό δεύτερο τούτο φυλλάδιο προσφέρουμε ένα μικρό απάνθισμα διδαχών του άγίου πατρός από τούς λόγους του «Περί της πολυμόρφου κενοδοξίας » (ΚΑ’), «Περί της άκεφάλου ύπερηφανείας» (ΚΒ’) καί «Περί της ύψίστου ταπεινοφροσύνης» (ΚΕ).

https://www.imparaklitou.gr/books/fp02.pdf

Αφήστε μια απάντηση