Τὴ Αγία καὶ Μεγάλη Παρασκευή….
«Τὴ Αγία καὶ Μεγάλη Παρασκευή, τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν, τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ῥαπίσματα, τὰ κολαφίσματα, τὰς ὕβρεις, τοὺς γέλωτας, τὴν πορφυρᾶν χλαίναν, τὸν κάλαμον, τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἤλους, τὴν λόγχην, καὶ πρὸ πάντων, τὸν σταυρόν, καὶ τὸν θάνατον, ἃ δι’ ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο, ἔτι δὲ καὶ τὴν τοῦ εὐγνώμονος Ληστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ, σωτήριον ἐν τῷ Σταυρῶ ὁμολογίαν»
«Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου».
[…]Ἀπὸ ὅλα τὰ πάθη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁποὺ εἰς τὴν σημερινὴν θλιβερὰν ἱστορίαν ἠκούσατε, Χριστιανοί, τάχα καταλαμβάνετε ποῖον νὰ ἐστάθη ἐκεῖνο τὸ πάθος τὸ πικρότατον, τὸ ὁποῖον προβλέποντας, ἔλεγεν ἀγωνιζόμενος εἰς τὸυ κῆπον Γεσθημανή· « Περιλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου »;

᾽Εγὼ λέγω πὼς δὲν ἐστάθη κανένα, οὔτε ἀπὸ ἐκεῖνα, ὁποὺ ἐδοκίμασεν εἰς τὴν ψυχήν, ὡσὰν ἡ λύπη διὰ τὴν προδοσίαν τοῦ ᾽Ιούδα, καὶ ἄρνησιν τῶν ἰδίων του μαθητῶν, καὶ ἡ ἐντροπὴ διὰ τὴν τόσην καταφρόνησιν καὶ ἀτιμίαν, ὁποὺ ἔλαβεν ἀπὸ τὸν φθόνον καὶ μίσος τῶν ᾽Ιουδαίων· οὔτε ἀπὸ ἐκεῖνα, ὁποὺ ἐδοκίμασεν εἰς τὸ κορμί, ὡσὰν τὰ ραπίσματα, αἱ ἄκανθαι, αἱ μάστιγες, ὁ σταυρὸς καὶ ὁ ἴδιος θάνατος.

Πρῶτον μέν, διατὶ αὐτὸς ἐδίδαξε πὼς τὸ ὄνειδος καὶ αἱ κατηγορίες, ὁποὺ μᾶς κάνουσιν οἱ ἄνθρωποι, εἶναι μακαριότης· « μακάριοι ἐστέ, ὅταν ὀνειδίσουσιν ὑμᾶς »· αὐτὸς ἐδίδαξε πὼς δὲν πρέπει εἰς κανένα τρόπον νὰ φοβούμασθε τὸν θάνατον; « μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα »· αὐτὸς μᾶς ἐπροσκάλεσε νὰ τὸν ἀκολουθήσωμεν, καθένας μὲ τὸν σταυρόν· ὅθεν αὐτὸς εἶχε νὰ μᾶς παρακινήσῃ μὲ τὸ ἴδιον παράδειγμα. Μὰ ἂν αὐτὸς δειλιᾷ τόσον τὸ πάθος του, τί θάρρος δίδει εἰς ἡμᾶς; ῎Αλλο;

῾Ημεῖς εἰς τὸν χορὸν τῶν ἁγίων μαρτύρων βλέπομεν μικρὰ παιδία, παρθένους ἁπαλάς, ὁποὺ τρέχουσι μέσα εἰς τὲς φλόγες, ὁποὺ ψάλλουσι χαρμοσύνως μέσα εἰς τὰ βάσανα, ὁποὺ ἀσπάζονταὶ καὶ φιλοῦσι τὰ ξίφη καὶ τοὺς σταυρούς, ὁποὺ καταφρονοῦσιν ἀνδρειωμένα τὸν θάνατον· καὶ ἕνας Θεάνθρωπος, ἡ πλέα μεγάλη καὶ εὐγενικὴ ψυχὴ ὁποὺ νὰ ἔπλασεν ὁ Θεός, ἡ δύναμις τῶν ἀσθενῶν, τὸ θάρρος τῶν ἀνδρείων, ὁ βασιλεὺς τῶν μαρτύρων, τρέμει καὶ φοβεῖται καὶ χάνεται ἀπὸ τὴν λύπην, καὶ λέγει
« Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου », διατὶ τάχα προβλέπει τὸν θάνατον; Τοῦτο εἶναι ἀδύνατον· καὶ ἡμεῖς ὑβρίζομεν πολλὰ τὸν ᾽Ιησοῦν Χριστόν, ὰν λογιάσωμεν πὼς εἶχε τόσην μικροψυχίαν.

Τί εἶναι λοιπὸν ἐκεῖνο, ὁποὺ προβλέπει, καὶ τὸν κάνει νὰ λυπῆται τέτοιας λογῆς; Ἀκούσατέ το: ῾Ο ᾽Ιησοῦς Χριστός, ὁ ἀναμάρτητος υἱὸς τῆς Παρθέυου, ὁ μονογενὴς υἱὸς τοῦ Θεοῦ, παρακινημένος ἀπὸ μίαν ἄκραν ἀγάπην, ὑπάγει νὰ πάθῃ ὅσα δὲν ἔπαθεν ἄλλος ἄνθρωπος ὑπάγει νὰ χύσῃ ἔως τὴν ὕστερην σταλαματιὰν τὸ ἄχραντον αἷμα· ὑπάγει νὰ ἀποθάνῃ ὡσὰν ἕνας κατάδικος ἐπάνω εἰς ἕνα σταυρόν, διὰ νὰ σώσῃ ὅλους, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους· « εἰς ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν ».

Καὶ προβλέπει μ’ ὅλον τοῦτο, πὼς οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι χάνονται· προβλέπει πώς, μ’ ὅλον τοῦτο, τὸ ὅνομά του ἕχει νὰ βλασφημῆται, τὸ αἶμα του νὰ καταπατῆται, ὁ σταυρός του νὰ ὑβρίζεται ἀπὸ τόσους ἀπίστους καἵ ἀσεβεῖς.

Τόσον ἐπώδυνον πάθος ( φαίνεταί μου νὰ λέγῃ ), τέτοιος ἐπονείδιστος θάνατος, διὰ νὰ κερδίσω τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων διὰ τὸν Παράδεισον, καὶ μ’ ὅλον τοῦτο νὰ εἶναι γεμάτος ἀπὸ ψυχὰς ἀνθρώπων ὁ Ἄδης; Νὰ πάθω μετὰ χαρᾶς, νὰ ἀποθάνω μετὰ χαρᾶς. « Πάτερ, οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾽ ὡς σύ ». Μὰ νὰ πάθω, καὶ νὰ ἀποθάνω χωρὶς ὅφελος τῶν πολλῶν; ῞Ω, τοῦτο μοῦ προξενεῖ πρὶν τοῦ θανάτου τὸν θάνατον. « Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου »

Μὰ ἂν ὁ Ιησοῦς Χριστὸς λυπῆται τόσον, διατὶ προβλέπει τὴν κόλασιν τῶν ἀσεβῶν καὶ ἀπίστων, τάχα παρηγορεῖται διατὶ προβλέπει τὴν σωτηρίαν τῶν Χριστιανῶν; Ἀλίμονον, τοῦτο ἀκόμη τὸν λυπεῖ περισσότερον, καὶ διὰ τοῦτο λέγει μάλιστα « περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου ». Χριστιανός, θέλει νὰ εἰπῇ ἄνθρωπος ἐξαγορασμένος μὲ τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν τυραννίδα τοῦ δὶαβόλου· θέλει νὰ εἰπῇ ἄνθρωπος, ὁποὺ εἰς τὸ αἶμα τοῦ Χριστοῦ ἔχει τὴν τιμὴν τῆς σωτηρίας του· θέλει νὰ εἰπῇ ψυχὴ σε σημειωμένη καὶ σφραγισμένη διὰ τὸν Παράδεισον.

Μά, ἀπὸ τοιούτους Χριστιανούς, πόσους κερδαίνει καθ’ ἑκάστην ὁ διάβολος; πόσους δέχεται καθ’ ἑκάστην ἡ κόλασις; πόσον ἄθλια χάνονται ψυχὲς κερδεμένες μὲ τόσον κόπου; Καὶ τοῦτο, τοῦτο εἶναι τὸ μεγαλύτερον πάθος τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, διὰ τὸ ὁποῖον ἔλεγε « περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου έως θανάτου ».

῞Οταν ἐκεῖ εἰς τὸν κῆττον ἄρχισε νὰ λυπῆται καὶ ν’ ἀδημονῇ, τοῦτο δὲν ἔκανε διατὶ ἐπρόβλεπε τὸν θάνατόν του, μὰ διατὶ ἐπρόβλεπε τὴν ἀχαριστίαν μας· ὄχι τὸ βάρος τοῦ σταυροῦ, ὁποὺ ἐφαντάζετο, ἀλλὰ τὸ βάρος τῶν ἑμαρτιῶν μας, ὁποὺ ὡς Θεὸς ἐπρογνώριζε, τὸν ἔκαμε νὰ ἱδρώσῃ τὸ αἶμα. ᾽Εγὼ ὑπάγω νὰ ἐξαγοράσω ( φαίνεταί μου νὰ ἔλεγε) ἀνθρώπους, ὁποὺ ἔπρεπε αἰωνίως νὰ κολάζωνται εἰς τὸν ῞Αδην· καὶ ὡσὰν τοὺς ἐξαγοράσω μὲ τόσους πόνους, μὲ τόσα πάθη, μὲ τόσον αἶμα, μὲ τόσην ἀγωνίαν, ἐπάνω εἰς ἕνα σταυρόν, θέλω βλέπει ἀπὸ τούτους τοὺς ἰδίους ἀνθρώπους, ἕνα νὰ μὲ πωλῇ ὡσὰν ὁ ᾽Ιούδας, διὰ φιλαργυρίαν· ἄλλον νὰ μὲ ἀρνῆται ὡσὰν ὁ Πέτρος, εἰς ἐπιορκίες καὶ ψεύματα· τοῦτον νὰ μοῦ προτιμᾷ τὸν Βαραββᾶν, διὰ νὰ κάμῃ τὴν ἱδίαν ὄρεξιν· ἐκεῖνον νὰ μὲ μαστιγώνῃ μὲ τὴν ἡδονὴν τῆς σαρκός· καὶ ὅλοι νὰ μὲ σταυρώνουσι μὲ κάθε λογῆς ἁμαρτίαν.

῎Ω, τίς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου; Καὶ λοιπόν, ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἴδιους ἀνθρώπους, διὰ τὴν ἀγάπην τῶν ὁποίων ἐγὼ ἐσταυρώθηκα, θέλω βαλθῆ πάλιν εἰς τὸν σταυρόν; ῎Ω, τίς ὠφέλεια ἐν τῷ αῖματί μου; Καὶ λοιπὸν ἐκεῖνο τὸ αἶμα μου, ὁποὺ ἔχυσα ὅλον, ἐγὼ θέλω βλέπει νὰ τὸ καταπατοῦσι μέσα εἰς τὰ θυσιαστήρια ἱερεῖς ἀνευλαβεῖς, νὰ τὸ καταφρονοῦσι λαϊκοὶ ἀκοινώνητοι; ἢ θέλω ἀκούει νὰ τὸ βλασφημοῦσιν καὶ εἰς τὲς στράτες καὶ εἰς τὰ καπηλεῖα μικροὶ καὶ μεγάλοι; ῎Ω, τίς ὠφέλεια ἐν τῳ αἵματί μου;

Καὶ λοιπὸν κάθε χρόνον εἰς τὲς ἐκκλησίες τῶν Χριστιανῶν θέλει γίνεται ἡ ἀνάμνησις τῶν παθῶν μου, ὡσὰν μία ἁπλὴ ἱστορία; καὶ θέλει παρησιάζεται ὁ σταυρός μου ὡσὰν μία σκηνὴ ἀπὸ ἐκεῖνες ὁποὺ φαίνονται εἰς τὰ θέατρα; Καὶ διὰ ποίους ἔπαθα; καὶ διὰ ποίους ἀπέθανα; Διὰ ἀνθρώπους ἀχαρίστους ὁποὺ ἢ δὲν γνωρίζουσιν, ἢ δὲν θέλουσι τὴν εὐεργεσίαν μου. ῎Αχ, τίς ὠφέλεια ἐν τῷ αῖματί μου; Ἄχ, διὰ τοῦτο « περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου ».
[…]πιάσετε τὲς σαίτες, ρίψετε, λαβώσετε, πληγώσετε, ἄν εἶναι τόπος δι’ ἄλλες πληγές. Ἀλίμονον· δὲν εἶναι δύο, εἶναι πολλοὶ ὁποὺ ρίπτουσι. Τίνος εἶναι ἐτούτη ἡ πρώτη σαΐτα, ὁποὺ τοῦ πληγώνει τὴν κεφαλήν; εἶναι τῆς ἑωσφορικῆς* ὑπερηφανείας, τῆς ἀνυποτάκτου καὶ ἀπαιδεύτου κενοδοξίας, ὁποὺ ἔχουσιν οἵ ἱερωμένοι· τίνος εἶναι τούτη ἡ ἄλλη, ὁποὺ τοῦ ἀνοίγει τὴν πλευράν; εἶναι τῆς μνησικακίας, ὁποὺ φυλάττουσιν οἱ μισάδελφοι καὶ ἐκείνη, ὁποὺ τοῦ πλήττει τὰς χεῖρας; εἶναι τῆς ἀδικίας καὶ ἁρπαγῆς ὁποὺ κάνουσιν οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ πλούσιοι. Ἀλλὰ ποῖος ἠμπορεῖ νὰ μετρήσῃ ἄλλες ἀναρίθμητες, ὁποὺ πέφτουσιν ὡσὰν χαλάζι, τὲς ὁποῖες ρίπτουσιν οἱ κατάκρισες, τὰ ψεύματα, αἱ ἐπιορκίες καὶ βλασφημίες τῶν Χριστιανῶν; ᾽

Ελᾶτε, ἐλᾶτε, σαῒτεύετε, χορτάσετε, τὴν ὅρεξίν σας εἰς τὸ νεκρὸν κορμὶ τοῦ ἀπεθαμένου πατρός σας, ἐλᾶτε, παιδιά, ἀπὸ τὰ θηρία πλέον ἀνήμερα. Μὰ εἶναι τάχα καὶ τινάς, ὁποὺ νὰ ἕχῃ καρδίαν ἀνθρώπου; νὰ ἔχη ἀγάπην υἱοῦ; εἶναι τάχα κανεὶς ὁποὺ νὰ λυπᾶται μὴν τὸν λαβώσῃ; Ποῖος εἶναι τοῦτος; Φοβοῦμαι, φοβοῦμαι καὶ οὐκ ἔστιν έως ἑνός. Καὶ ποῦ ἠκούσθη τοιαύτη ἀχαριστία; ὁ υἱὸς νὰ λαβώνῃ τὸν πατέρα, καὶ πατέρα νεκρόν; ὁποὺ εἶναι τὸ αὐτό, οἱ Χριστιανοὶ νὰ ξανασταυρώνουσι τὸν ᾽Εσταυρωμένον;
Ψυχὴ τοῦ καλοῦ μας Πατρός, τοῦ Θεου ἐσταυρωμένου μας

᾽Ιησοῦ, τί λέγεις; «Ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι ». Πῶς; Ἄφες αὐτοῖς; Ναί, γλυκύτατέ μου ᾽Ιησοῦ, ἄφες αὐτοῖς διὰ ἐτούτην τὴν ὥραν· ἂς δοθῇ εἰς ὅλους συγχώρησις, ἴσως θέλουσιν ἰδῆ μίαν φορὰν τὸ σφάλμα τους νὰ διορθωθοῦσιν. Ἄφες αὐτοῖς. Ἄς εἶναι συγχώρησις λοιπόν, συγχώρησις. Μὰ ὡς τόσον, ἂς παύσωσιν οἱ σαΐτες, ἂς τελειώσουσιν αἱ ἁμαρτίαι, ἄς φανῇ ἕνα σημάδι τῆς μετανοίας, ἕνας ἀναστεναγμός, ἕνα δάκρυον. Καρδία τοῦ ᾽Ιησοῦ μου, τί λέγεις; Ἄφες αὐτοῖς, Πάτερ. Καρδία τοῦ ἑμαρτωλοῦ, τί ἀποκρίυεσαι;

Μνήσθητί μου, Κύριε, μνήσθητί μου, ὅταν ἕλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.

Απόσπασμα από τις ”Διδαχαί” του Ηλία Μινιάτη

romioitispolis.gr

Αφήστε μια απάντηση