Πότε ήταν η τελευταία φορά που είπες “Πρώτα ο Θεός”;

Σχόλιο ιστολογίου:

# Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί τη μητέρα μου (Θεός σχωρέστην), για ο,τιδήποτε τη ρωτούσα πότε θα γίνει, έλεγε στην αρχή τη φράση “Πρώτα ο Θεός”…

΄Οταν ταξιδεύαμε από Κέρκυρα για Αθήνα με τα παλιά εκείνα λεωφορεία και τους όλο στροφές δρόμους και ανυπομονούσα να πάρει ένα τέλος αυτή η ταλαιπωρία, όλο τη ρωτούσα πότε θα φθάσουμε κι εκείνη μου απαντούσε:

“Πρώτα ο Θεός την τάδε ώρα θα είμαστε Αθήνα.”

Αυτό το “πρώτα ο Θεός” τότε δεν το καταλάβαινα και μου καθόταν στο στομάχι. “Τι ήθελε να πει;” σκφτόμουν, χωρίς να τολμήσω, να τη ρωτήσω ποτέ. “΄Οτι μπροστά πηγαίνει ο Θεός στο ταξίδι μας και από πίσω ακολουθούμε εμείς;” Μου πήρε πολλά χρόνια, για να κατανοήσω το νόημα αυτής της φράσης και κατόπιν την υιοθέτησα κι εγώ φυσικά.

΄Αλλωστε «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες· ἐὰν μὴ Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων». Αν δε βοηθήσει ο Θεός σε οποιοδήποτε έργο μας, όση προσπάθεια και να καταβάλουμε, άδικος κόπος…

# Θυμάμαι έναν ασθενή μου* 85+, που όταν του έγραφα συνταγή για αντιβίωση, μου είπε:

“Παλιά οι γιατροί δίπλα στη συνταγή έγραφαν: “Σ.Θ.”, το οποίο σήμαινε “Συν Θεώ”, γιατί είχαν την ταπεινότητα και το γνώθι σαυτόν και αντιλαμβάνονταν πολύ καλά, ότι χωρίς τη βοήθεια του Θεού κανένας γιατρός και κανένα φάρμακο δε θα ήταν ικανό να θεραπεύσει τον ασθενή.”

Σήμερα βγάλαμε ένα τεράστιο Εγώ μπροστά και μια περηφάνεια από εδώ μέχρι τη Βραζιλία και νομίζουμε, ότι είμαστε παντοδύναμοι. ΄Οσο για το Θεό τον έχουμε ξεχάσει μέχρι σημείου περιφρόνησης. Αφού λοιπόν τα κάναμε σαν τα μούτρα μας, λογικό είναι, ότι αφενός μεν μας αφήνει στο … έλεος του αντιδίκου, αφετέρου δε ότι θα έρθει η ώρα που θα παρέμβει αλλά αυτό θα γίνει με βίαιο και απροσδόκητο τρόπο, όπως ακριβώς ένας πατέρας που νοιάζεται για τα παιδιά του και το αυτί θα τους τραβήξει και τιμωρία θα τα βάλει και θα τα παιδαγωγήσει, ώστε να τα επιστρέψει ως άλλους άσωτους υιούς στον ορθό δρόμο.

Πολύ σας κούρασα όμως… Απολαύστε το άρθρο:

Οἱ παλιοὶ ἄνθρωποι ἦταν μᾶλλον περισσότερο μαθημένοι στὸ ἀπρόβλεπτο καὶ στὸ ἀναπάντεχο καὶ συνήθως ξεκινοῦσαν ἢ ἔκλειναν τὶς μελλοντικές τους ὑποσχέσεις ἢ τὰ σχέδια τους, μὲ ἕνα «πρῶτα ὁ Θεός…».

Ἴσως ἀπὸ πεῖρα ἢ λόγω τῆς δομῆς τῆς σκέψης τους, γνώριζαν πὼς ὁ ἔλεγχος ἐπάνω στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι εὔκολος, ἴσως καὶ οὐδόλως ἐφικτός.

Οἱ καινούργιοι ἄνθρωποι, βαθειά, δομικὰ ἐπηρεασμένοι, συνειδητῶς ἢ ἀσυνειδήτως, ἀπὸ τὸν δυτικὸ σχολαστικισμό, ἔχουν ἰδανικὸ τὴν σταθερότητα καὶ τὴ μονιμότητα καὶ μισοῦν τὴν κινητικότητα, τὴν τρεπτότητα, τὸ τυχαῖο καὶ ἀπρόβλεπτο. Δὲν ξεύρουν, τί νὰ κάνουν μὲ τὸ ἀνεπάντεχο καὶ ἀπροσδιόριστο, μὲ τρόπο ἀνάλογο μὲ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἀφήνοντας τὴν σταθερότητα τοῦ χώματος μπαίνει σὲ θάλασσα καὶ τῆς ἀντιστέκεται ὡς ἐὰν ἦταν στέρεο κι ὄχι ρευστὸ ὑγρὸ, ποὺ πλάθεται καὶ πλάθει ὁλοένα τὸν ἑαυτό της καὶ πάντα τὰ ἐν αυτῇ.

Οἱ παλιοὶ ἄνθρωποι ἤξευραν, πολλοὶ τουλάχιστον ἐξ αὐτῶν, ὅσοι εἶχαν πίστη καὶ συνεπῶς δομὴ ἀνάλογη, νὰ διαχειρίζονται τὴν τρεπτότητα τῶν πραγμάτων. Δὲν τὴν ἀντιπάλευαν, ὡς ἐχθρό τῆς ζωῆς τους, ἀλλὰ συνέπλεαν μὲ αὐτὴν καὶ ἔπαιρναν τὴ ζωὴ, ὅπως ἐρχόταν κι ὄχι ὅπως τὴν ἤθελαν καὶ τὴν εἶχαν προσχεδιασμένη στὸ νοῦ τους.

Οἱ παλιακοὶ ἄνθρωποι ἦταν τροπικοὶ καὶ ἤξευραν, ἢ ἔστω πάλευαν νὰ μάθουν, νὰ κολυμποῦν τὴ ζωὴ καὶ μποροῦσαν καὶ τὴ χαρὰ νὰ «σπάζουν» μὲ λύπη καὶ τὴ λύπη καὶ τὸ πένθος νὰ μυρώνουν καὶ νὰ μαλακώνουν μὲ χαρὰ κι ἐλπίδα. Ἤξευραν νὰ ἰσορροποῦν, ταλαντευόμενοι ἐπάνω στὰ γκρεμνὰ τῆς ζωῆς, νὰ ἀκολουθοῦν μὲ πλαστικότητα τὸν ρυθμὸ τῆς κινούμενης πλάσης κι ὄχι νὰ στέκονται μαρμαρωμένοι ἐπάνω στὸ πτῶμα μίας ἀκίνητης φύσης ἢ μιᾶς τετελεσμένης καὶ σταματημένης εὐτυχίας. Ὅλα τῆς ζωῆς τὰ σχετικοποιοῦσαν μὲ ἕνα «ἔχει ὁ Θεός» καὶ ἕνα «Κύριος οἶδε», μὲ ἕνα κόσμημα λεπτὸ νόημα -ἀκατανόητο κι ἀσύλληπτο μάλλον γιὰ τοὺς βέβαιους τοῦ κόσμου τούτου-, μὲ ἕνα «πρῶτα ὁ Θεός…».

Κόρδης Γεώργιος

Πηγή

*Είμαι οδοντίατρος

Αφήστε μια απάντηση