
Κάποτε ἕνας Ἐπίσκοπος ἔπεσε σὲ μιὰ μεγάλη ἁμαρτία. Τὴν ἄλλη μέρα ἦταν γιορτή. Ἐπρόκειτο νὰ λειτουργήσει σὲ μιὰ Ἐκκλησία ποὺ πανηγύριζε καὶ θὰ συγκεντρωνόταν ὁλόκληρη ἡ πόλη.
Μόλις μπῆκε στὴν Ἐκκλησία ὁ Ἐπίσκοπος, ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα, φανέρωσε μπροστὰ στὸ πλῆθος τὴν ἁμαρτία του, ἔβγαλε τὸ ὠμόφορό του, τὸ σύμβολο τῆς Ἀρχιερωσύνης, τὸ ἔδωσε στὸν Διάκονό του, καὶ εἶπε μὲ πολλὴ συντριβὴ δυνατά, γιὰ νὰ ἀκουστεῖ ἀπ’ ὅλους :
– Ὕστερα ἀπὸ μιὰ τέτοια ἁμαρτία, δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι Ἐπίσκοπός σας. Διαλέξτε κάποιον ἄλλον νὰ σᾶς ποιμαίνει, νὰ σᾶς λειτουργεῖ, νὰ σᾶς ἐξομολογεῖ.
Καὶ ἔκανε νὰ κατέβει ἀπὸ τὸν ἄμβωνα, γιὰ νὰ φύγει. Ὁ κόσμος ὅμως, ποὺ τὸν ἀγαποῦσε, τὸν ἐμπόδισε.
– Μείνε στὴ θέση σου κι ἄς εἶναι ἐπάνω μας ἡ ἁμαρτία σου, τοῦ φώναξαν ὅλοι μὲ μιὰ φωνή. Ἐμεῖς ἐσένα θέλουμε γιὰ πατέρα καὶ Ἐπίσκοπό μας.
Συγκινημένος τότε ὁ Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ λαοῦ, ἀνέβηκε πάλι ἐπάνω στὸν ἄμβωνα καὶ φώναξε :
– Ἄν θέλετε νὰ μείνως στὴ θέση, ποὺ ἀνάξια κατέχω, θὰ κάνετε ὅ,τι σᾶς πῶ;
– Θὰ κάνουμε ὅ,τι μᾶς πεῖς, συμφώνησαν ὅλοι μαζί. Ἀρκεῖ μονάχα νὰ μείνεις.
– Κλεῖστε ὅλες τὶς πόρτες καὶ ἀφῆστε τὸ παραπόρτι ἀνοικτό. Θὰ πάω καὶ θὰ πέσω μπρούμυτα σ’ αὐτὸ τὸ παραπόρτι. Θὰ βγεῖτε ὅλοι καὶ περνώντας θὰ πατᾶτε ἐπάνω μου, λέγοντας : «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ συγχωρέσει». Τότε θὰ μείνω.
Οἱ Χριστιανοί, γιὰ νὰ μὴν χάσουν τὸν Ἐπίσκοπό τους, ὑπήκουσαν. Ἕνας – ἕνας ποὺ ἔβγαινε, πατοῦσαν ἐπάνω του. Ὅταν πέρασε καὶ ὁ τελευταῖος, ἀκούστηκε ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ φωνὴ νὰ λέει :
– Γιὰ τὴν πολλή του μετάνοια καὶ ταπείνωση, συγχωρέθηκε ἡ ἁμαρτία του.
Γεροντικό, Θ. Χαμπάκη, ἐκδ. Λυδία, Θεσσαλονίκη 1992.