New York Times> Ο εφιάλτης της “Lehman Brothers” πλανάται ξανά πάνω από τη Wall Street

Την τελευταία φορά που η Fed χρειάστηκε να αυξήσει τα επιτόκια γρήγορα για να ελέγξει τον πληθωρισμό προκάλεσε τη χειρότερη ύφεση εκείνη την εποχή από την ίδια τη Μεγάλη Ύφεση

ην Τετάρτη, οι επενδυτές της Wall Street αναθάρρησαν πιστεύοντας ότι η αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα θα έκανε ό,τι ήταν απαραίτητο για να υποχωρήσει ο πληθωρισμός. Έτσι, ανταποκρινόμενοι στην κραυγή αγωνίας του προέδρου της Fed, Jerome H. Powell, έσπρωξαν τις τιμές των μετοχών προς τα πάνω. Μία μέρα αργότερα, η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική…

Από τους Ben Casselman και Isabella Simonetti/New York Times

Οι μετοχές υποχώρησαν την Πέμπτη καθώς οι επενδυτές συμβιβάστηκαν με αυτό που ουσιαστικά σημαίνει η πιο σκληρή στάση της Fed για την οικονομία: Υψηλότερα επιτόκια και αυξανόμενη πιθανότητα ύφεσης.

Ο S&P 500 έκλεισε με πτώση άνω του 3%, μέρος μιας παγκόσμιας υποχώρησης που είδε τις μετοχές στην Ευρώπη να καταγράφουν επίσης απότομη πτώση καθώς οι κεντρικές τράπεζες και άλλων χωρών αύξησαν τα επιτόκια. Με την πτώση της Πέμπτης, ο S&P 500 είναι πλέον σχεδόν 24% κάτω από την κορύφωσή του στις 3 Ιανουαρίου, βυθίζοντας βαθύτερα την Wall Street στην bear market (όταν μια αγορά βιώνει παρατεταμένες μειώσεις τιμών. Συνήθως περιγράφει μια κατάσταση κατά την οποία οι τιμές των τίτλων πέφτουν κατά 20% ή περισσότερο από τα πρόσφατα υψηλά εν μέσω εκτεταμένης απαισιοδοξίας και αρνητικού επενδυτικού κλίματος) που ξεκίνησε επίσημα τη Δευτέρα.

Εάν οι μετοχές συνεχίσουν να πέφτουν τις επόμενες δύο εβδομάδες, το τρίμηνο που λήγει στις 30 Ιουνίου θα μπορούσε τελικά να είναι το χειρότερο του δείκτη από το 2008, όταν η κατάρρευση της Lehman Brothers πυροδότησε την παγκόσμια οικονομική κρίση.

Η βουτιά αντικατοπτρίζει μια σκοτεινή πραγματικότητα για τις εταιρείες και τους μετόχους τους: Ο ταχύτερος πληθωρισμός των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών μειώνει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και αυξάνει το κόστος των υλικών, των μεταφορών, της εργασίας και οτιδήποτε άλλου συνεπάγεται η λειτουργία μιας επιχείρησης.

Ωστόσο, οι προσπάθειες της Fed για την καταπολέμησή του μπορεί, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, να αποδειχθούν ακόμη χειρότερες: Με την αύξηση των επιτοκίων, η Fed ελπίζει να μειώσει τη ζήτηση αρκετά ώστε να ρίξει τον πληθωρισμό, αλλά ο κίνδυνος είναι ότι κάνει πάρα πολλά, σπρώχνοντας την οικονομία σε ύφεση.

«Ο πληθωρισμός δεν πρόκειται να μειωθεί σύντομα και θα χρειαστεί κάποια επιβράδυνση της οικονομίας για να συμβεί αυτό», δήλωσε ο Jay Bryson, επικεφαλής οικονομολόγος της Wells Fargo. «Είναι μια πραγματικά δύσκολη κατάσταση».

Μέχρι αυτή την εβδομάδα, ο Bryson και η ομάδα του εξακολουθούσαν να στοιχηματίζουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να αποφύγουν την ύφεση. Αλλά μετά από μια ακόμη ταχύτερη από την αναμενόμενη έκθεση πληθωρισμού την Παρασκευή και το αναπόφευκτο ότι η Fed θα γινόταν πιο επιθετική, συνθηκολόγησαν: Την Τετάρτη, λίγες στιγμές αφότου τελείωσε τη συνέντευξη Τύπου ο Powell, η Wells Fargo έστειλε ένα σημείωμα στους πελάτες της προβλέποντας ότι την επόμενη χρονιά θα ξεκινήσει ύφεση.

Η Fed ανακοίνωσε την Τετάρτη τη μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων της εδώ και δεκαετίες. Ήταν μια δυναμική -αν και κατά την άποψη ορισμένων οικονομολόγων καθυστερημένη- προσπάθεια χαλάρωσης του πληθωρισμού που αποδείχθηκε πιο σοβαρός και πιο επίμονος από ό,τι οι περισσότεροι προέβλεπαν πριν από ένα χρόνο.

Το παράδειγμά τους ακολουθούν και άλλες κεντρικές τράπεζες: Η Τράπεζα της Αγγλίας ανακοίνωσε χθες την πέμπτη συνεχόμενη αύξηση των επιτοκίων και η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας αύξησε το επιτόκιο για πρώτη φορά σε 15 χρόνια, μια πιο επιθετική κίνηση από ό,τι περίμεναν πολλοί.

Ο ευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 υποχώρησε κατά 2,5%, σημειώνοντας την έβδομη πτώση του σε οκτώ ημέρες. Ο FTSE 100 στο Λονδίνο υποχώρησε 3,1%. Ο S&P 500 υποχώρησε 3,3%. Η ανησυχία την Πέμπτη ήταν εμφανής και εκτός χρηματιστηρίου. Οι τιμές του χαλκού και του πετρελαίου, που ιστορικά χρησιμεύουν ως μέτρηση του οικονομικού κλίματος για την παγκόσμια οικονομία, διαπραγματεύτηκαν χαμηλότερα.

Οι υπεύθυνοι χάραξης οικονομικής πολιτικής ελπίζουν ότι αυξάνοντας το κόστος δανεισμού για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις, μπορούν να μειώσουν τη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες, κερδίζοντας έτσι χρόνο για τις αλυσίδες εφοδιασμού και τις αγορές εργασίας που έχουν διαταραχθεί από την πανδημία προκειμένου να επιστρέψουν στην κανονικότητα.

Αλλά η μείωση της ζήτησης, αναπόφευκτα, σημαίνει ότι προκαλείται αβάστακτος οικονομικός πόνος. Εάν οι καταναλωτές θέλουν λιγότερα αγαθά και υπηρεσίες, οι επιχειρήσεις θα έχουν λιγότερα έσοδα και θα χρειάζονται λιγότερους υπαλλήλους, πράγμα που σημαίνει βραδύτερη αύξηση των μισθών και, κατά πάσα πιθανότητα, περισσότερες απολύσεις.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι η ανάκαμψη, μέχρι τώρα από τις ισχυρότερες που έχουν καταγραφεί, χάνει πλέον σε δυναμική. Ήδη, η καυτή αγορά κατοικιών έχει κρυώσει γρήγορα στις ΗΠΑ καθώς τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων έχουν αυξηθεί. Τα νέα κυβερνητικά στοιχεία έδειξαν ότι οι κατασκευαστές τον Μάιο έχτισαν τα λιγότερα νέα σπίτια για διάστημα περισσότερου του ενός έτους.

Ο Μ.Ο. των επιτοκίων στεγαστικών δανείων έχει σχεδόν διπλασιαστεί φέτος, σε περίπου 5,8% την Πέμπτη, από λίγο περισσότερο από 3%. Οι καταναλωτές μπορούν επίσης να αναμένουν να πληρώσουν περισσότερα για χρέη πιστωτικών καρτών, δάνεια αυτοκινήτου και για ορισμένα φοιτητικά δάνεια.

Και οι λιανικές πωλήσεις μειώθηκαν τον Μάιο για πρώτη φορά φέτος, καθώς οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου και το αυξανόμενο κόστος δανεισμού έπληξαν τους προϋπολογισμούς των καταναλωτών. Η bear market είναι πιθανό να επιδεινώσει την απογοητευτική στάση των καταναλωτών.

«Ήδη, τα νοικοκυριά έχουν πιεστεί από τον απίστευτα υψηλό πληθωρισμό», δήλωσε η Beth Ann Bovino, επικεφαλής οικονομολόγος στην S&P Global. «Χρειάζεται απλά να πας το αυτοκίνητό σου στο βενζινάδικο για να νιώσεις τον πόνο. Αυτό σημαίνει ότι, ιδιαίτερα για τα τρόφιμα και τα καύσιμα, οι μισθοί πολλών ανθρώπων πηγαίνουν πλέον μόνο στα απαραίτητα και πολύ λίγα απομένουν για να τα ξοδέψουν αλλού. Οι άνθρωποι αισθάνονται τον πόνο και είναι απογοητευμένοι».

Οι οικονομολόγοι υποβαθμίζουν σταθερά τις προγνώσεις τους για την οικονομική ανάπτυξη τους επόμενους μήνες. Η IHS Markit την Πέμπτη εκτίμησε ότι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν στις ΗΠΑ αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό μόλις 0,8% το τρέχον τρίμηνο. Ένα εργαλείο πρόβλεψης από την Federal Reserve Bank of Atlanta έχει μια ακόμη πιο απαισιόδοξη πρόβλεψη: 0,0%.

Τέτοιες ζοφερές προβλέψεις προσφέρουν την πιθανότητα η οικονομία να καταλήξει να συρρικνωθεί αυτό το τρίμηνο για δεύτερη συνεχόμενη φορά, ένας κοινός, αν και ανεπίσημος, ορισμός της ύφεσης. Ωστόσο, το Εθνικό Γραφείο Οικονομικών Ερευνών, ο ημιεπίσημος κριτής για το πότε ξεκινούν και πότε τελειώνουν οι οικονομικοί κύκλοι, προσφέρει έναν πιο λεπτομερειακό ορισμό της ύφεσης, αποκαλώντας την ως τη «σημαντική πτώση της οικονομικής δραστηριότητας που κατανέμεται σε όλη την οικονομία και διαρκεί περισσότερο από μερικούς μήνες». Οι περισσότεροι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι, με αυτόν τον ορισμό, η ύφεση δεν έχει ακόμη ξεκινήσει.

Ο Powell την Τετάρτη υποστήριξε, όπως και στο παρελθόν, ότι η Fed μπορεί να μειώσει τον πληθωρισμό χωρίς να προκαλέσει ύφεση, αν και αναγνώρισε ότι η ικανότητά της να το κάνει εξαρτάται από παράγοντες που είναι εκτός ελέγχου, όπως οι τιμές του φυσικού αερίου, η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Πολλοί αναλυτές είναι δύσπιστοι ότι μια τέτοια «ήπια προσγείωση» είναι ρεαλιστική. Μετά τα σχόλια του Powell, οικονομολόγοι της Deutsche Bank χαρακτήρισαν τέτοιες δηλώσεις «υπερβολικά αισιόδοξες».

Ακόμα κι αν η Fed πετύχει, ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν εγγυάται γρήγορη ανάκαμψη για τις αγορές. Ο πληθωρισμός είναι πιθανό να μειωθεί αργά. Οι ίδιοι οι αξιωματούχοι της Fed πιστεύουν ότι θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους. Η οικονομία, ωστόσο, θα μπορούσε να επιβραδυνθεί σχετικά γρήγορα.

Η Ευρώπη, η οποία βίωνε βραδύτερη ανάπτυξη ακόμη και πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και έχει πληγεί ακόμη περισσότερο από την απότομη άνοδο των τιμών της ενέργειας, είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε μια τέτοια περίοδο «στασιμότητας», ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγραφεί μία περίοδος υψηλής ανεργία και αύξησης των τιμών.

Οι αναλυτές λένε ότι η χρηματιστηριακή αγορά δεν είναι πιθανό να ανακτήσει τη σταθερότητα της έως ότου υπάρξουν σαφείς ενδείξεις ότι ο πληθωρισμός αρχίζει να τίθεται υπό έλεγχο, κάτι που με τη σειρά του θα απομάκρυνε την πίεση από τη Fed να αυξήσει γρήγορα τα επιτόκια.

Οι μετοχές σημείωσαν για λίγο αύξηση στα τέλη Μαΐου, τερματίζοντας ένα σερί απωλειών επτά εβδομάδων, καθώς τα στοιχεία φαινόταν να δείχνουν ότι τα κέρδη στις τιμές καταναλωτή είχαν κορυφωθεί. Αλλά οι πωλήσεις ξεκίνησαν ξανά την περασμένη εβδομάδα, αφού μια νέα έκθεση για τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή έδειξε ότι ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε ξανά, σημειώνοντας άλμα 8,6% τον Μάιο σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.

Την τελευταία φορά που η Fed χρειάστηκε να αυξήσει τα επιτόκια γρήγορα για να ελέγξει τον πληθωρισμό, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, προκάλεσε τη χειρότερη ύφεση εκείνη την εποχή από την ίδια τη Μεγάλη Ύφεση. Αλλά οι οικονομολόγοι είναι αισιόδοξοι ότι ο πόνος αυτή τη φορά δεν θα είναι τόσο έντονος, εν μέρει επειδή ο πληθωρισμός δεν έχει γίνει ακόμη ενδημικός.

Ωστόσο, ο Bryson σημείωσε ότι οι υφέσεις, μόλις ξεκινήσουν, συχνά αποδεικνύονται δύσκολο να καμφθούν. «Χτυπήστε ξύλο, δεν χρειάζεται να περάσουμε από το ίδιο βάθος μιας ύφεσης που είχαμε το ’81, το ’82 για να διώξουμε τον πληθωρισμό από την οικονομία σήμερα», είπε. «Το πρόβλημα όμως είναι ότι οι πιέσεις μιας οικονομικής ύφεσης συχνά αναδεικνύουν ανισορροπίες που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν εντοπιστεί σε μεγάλο βαθμό».

kourdistoportocali.com

Αφήστε μια απάντηση