Η μετάνοια(;) του Μάνου Χατζηδάκη;
-Όταν έφυγε για την άλλη ζωή ο Χατζιδάκις, μετά από λίγο καιρό γνωρίσθηκα με την μουσικό κιθαρίστριά του, την κυρία Στέλλα Κυπραίου· πήγαμε μάλιστα στο Θέατρο “ΕΜΠΡΌΣ”, στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν.
Εκεί, στο διάλειμμα της παράστασης, την ρώτησα να μου πει κάτι γιά τον Χατζιδάκι…
-«Θα σου πω κάτι ακατανόητο…» μ’απάντησε…«Όταν ο Χατζιδάκις πέθαινε, κρατούσε στα χέρια του έναν μικρό Εσταυρωμένο, κι έλεγε διαρκώς το όνομα του Χριστού… κι αυτό είναι ακατανόητο…
γιατί δεν είχε καμμια σχέση μ’αυτά…»
-«Αυτό που εσείς, οι άμεσοι συνεργάτες του, της απάντησα, το θεωρούσατε ακατανόητο, κάποιοι, ελάχιστοι, ήδη το ξέραμε…» και της εξήγησα.
( Γεώργιος Κακής Κωνσταντινάτος)
Μια φορά μπαίνοντας σε ένα καφενείο ο Μάνος γεμάτο καλλιτέχνες της παρέας του.. επειδή περνούσε ο Επιτάφιος απ’έξω, τους έβγαλε όλους έξω και τους έδωσε κι από ένα κερί!
(Γέρων Νίκων)
..στο βάθος η μουσική δεν είναι πάθος ή όνειρο, νοσταλγία ή ρεμβασμός αλλά μια άλλη δικαιοσύνη..
(Τάσος Λειβαδίτης)
-“Τι μπορώ να σου δώσω εγώ από την ψυχή μου;
Τι μπορείς να μου δώσεις εσύ από τη δική σου;”
Είτε για ένα δευτερόλεπτο, είτε κάτσεις και ακούσεις ένα τραγούδι, η ουσία είναι ότι παίρνεις αγάπη.
Μέσω της μουσικής και των τραγουδιών τους παίρνεις αγάπη και χαμόγελο μαζί .
Οι μουσικοί των δρόμων!
Ο δρόμος είναι η ψυχή τους και το μέρος που την εμφανίζουν στον κόσμο.
Σε κάνουν να βλέπεις την παρουσία του Θεού ως «φωνή αύρας λεπτής» από ψυχές διψασμένες.
Τελικά ο Θεός υπάρχει εκεί που δεν φαίνεται.
Κρύβεται και λάμπει μέσα στην μουγκαμάρα της σιωπής.
Κάτι σαν τον ήλιο.
Ο Χριστός θέλει αληθινή αγάπη και όχι Δήθεν.
(Π. Νικόλαος Αμαραντίδης)
Στην αποκάλυψη :”Όταν είδε ο ευαγγελιστής Ιωάννης στον ουρανό πλήθος ανθρώπων ντυμένους λευκές στολές, τον ρώτησε ένας από τους πρεσβυτέρους:
«Ποιοι είναι αυτοί;»
Ο Ευαγγελιστής του απάντησε «σύ γνωρίζεις» και του λέει ο πρεσβύτερος ότι αυτοί είναι εκείνοι οι όποιοι έρχονται “εκ της θλίψεως της μεγάλης, και έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του αρνίου.. “
____________________________________
“Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι (οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη.
Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται, κι απ’ τα κελλιά των μοναχών προστάζει ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν, και τα φορεί, κ’ ευφραίνεται που δείχνει όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.
Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν, και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα.”
(ΚΩΝ. ΚΑΒΑΦΗΣ)

Αφήστε μια απάντηση