Η Μπάμπουσκα

Υπήρχε κάποτε μία μπάμπουσκα, που μέσα της είχε επτά μικρά παιδάκια. Ήταν πολύ χαρούμενη για τα παιδάκια της η μπάμπουσκα αυτή. Όλα μέσα της φώλιαζαν κι ευτυχισμένα ζούσαν.

Κάθε πρωί, τα έβγαζε, και ένα ένα στη σειρά τα τοποθετούσε. Από το μεγαλύτερο στο μικρότερο. Τα μπαμπουσκάκια, όπως έλεγαν τα παιδιά της, τότε έπαιζαν, γελούσαν, τραγουδούσαν πείραζαν το ένα το άλλο, και γενικά έκαναν ό,τι τα παιδιά μεταξύ τους κάνουν.

Μόλις όμως νύχτωνε, και έφτανε η ώρα να κοιμηθούνε, στην κοιλιά της ένα ένα τα τοποθετούσε, από το μεγαλύτερο στο μικρότερο, όλα μαζί αγκαλιασμένα κοιμόντουσαν μέχρι το επόμενο πρωί.

Κάποια στιγμή όμως, το μικρότερο μπαμπουσκάκι, που έμοιαζε μικρό σαν ένα νυχάκι, δεν άντεχε να είναι το τελευταίο μέσα στης μπάμπουσκας την αγκαλιά, και πιο μακριά απ’ όλα τα αδέρφια του, ούτε ήθελε να είναι το πρώτο που πηγαίνει το βράδυ για ύπνο και το τελευταίο που ξυπνάει το πρωί.

Γι’ αυτό, και αποφάσισε μια μέρα στα κρυφά, να πάρει της διπλανής του αδερφής τη θέση. Το πρωί, όπως κάθε πρωί, η μαμά του η μπάμπουσκα, έβγαλε ένα ένα τα παιδιά της. Το βράδυ, όταν ήρθε η ώρα να τα μαζέψει, χώθηκε και μπήκε στη θέση της αδερφής του. Η μαμά του δεν το κατάλαβε, μέσα στην κούρασή της, ότι ένα της παιδάκι λείπει. Και έτσι η έκτη στη σειρά μπάμπουσκα, απ’ τα επτά αδέρφια, έμεινε απ’ έξω.

Την επόμενη ημέρα, το μικρότερο μπαμπουσκάκι, χαρούμενο για τη σκανταλιά του, μπήκε στη θέση της πέμπτης του αδερφούλας.

Αυτό συνεχίστηκε για πολλές ακόμα μέρες. Μέχρι που έφτασε η μέρα που θα έμπαινε στη θέση της πρώτης του αδερφής, ακριβώς δίπλα στη μαμά του. Αυτό μονάχα ήθελε, όσο τίποτα στον κόσμο, να’ ναι το πρώτο που θα ακουμπάει της μαμάς του την αγκαλιά. Το πιο αγαπημένο κι απ’ όλα πιο κοντά.

Όμως, τα υπόλοιπα αδέρφια, είχαν συνεννοηθεί, και του την είχαν στημένη, ώστε ποτέ αυτό να μην συμβεί. Το πλάνο τους ήταν το εξής. Την ώρα που θα πλησίαζε στης μαμάς του την αγκαλιά, αυτά θα ήταν από πίσω και θα του έδιναν μία κλωτσιά. Ώστε να φύγει μακριά πολύ και μέσα στην αγκαλιά της να μην μπει.

Έτσι κι έγινε. Όλα μαζί τα αδέρφια μαζεύτηκαν, μετρήσανε μέχρι το τρία, και δίνουν μία κλωτσιά τεράστια στο αδερφάκι τους, την ώρα που θα πήγαινε την πρώτη θέση να πάρει.

Και έτσι, το αδερφάκι το μικρότερο μπαμπουσκάκι, έμεινε απ’ έξω. Λυπημένο, και λίγο μετανιωμένο μιας και κατάλαβε το λάθος του, περιφερόταν στο χαλί του σπιτιού που βρίσκονταν μονάχο του. Εκεί πέρασε όλο το βράδυ σε μία γωνιά, παγωμένο.

Η μικρή μπάμπουσκα

Ώσπου κάποια στιγμή, πάνω που κατάφερε λίγο να κοιμηθεί ακούει έναν θόρυβο φοβερό… Μα πριν προλάβει να καταλάβει τι μπορεί να είναι αυτό, τσουπ, ένα πελώριο καλάμι τον ρουφά.

Πω πω μία συμφορά… Ήταν μία σκούπα ηλεκτρική, που την έβαλε ο άνθρωπος στο σπίτι που κατοικεί. Και που οι μπάμπουσκες ζούνε εκεί… Το μικρό το μπαμπουσκάκι με μιας, βρέθηκε μέσα στη σκούπα. Και σε κλάματα ξεσπά.

Τα αδέρφια του όλα κατάλαβαν τί είχε συμβεί. Άκουσαν και τη σκούπα και το κλάμα, που αν και ήταν χαμηλό το κατάλαβαν, όπως όλοι καταλαβαίνουν την οικογένειά τους. Με μιας, ζητούν από τη μαμά τους την μπάμπουσκα να βγουν.

Αυτή υπακούει, και προσεκτικά, ένα ένα τα παιδιά της έξω βγάζει.

Μέχρι να βγουν έξω, το σχέδιο τους το είχαν αποφασίσει. Στήνονται στη σειρά και ξεκινούν. Ένα ένα, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο και τα έξι στήνονται, και η μαμά τους, στο τέλος γερά τα βαστά.

Γίναν όλα μία σειρά! Και τη σκούπα πλησιάζουν, το αδερφάκι τους φωνάζουν, στην άκρη της σκούπας να πάει, στο καλάμι που το τράβηξε έξω να βγει.

Το μικρό αδερφάκι, με όση δύναμη του είχε απομείνει, όσο μπορεί περπατά, και απ’ το βάθος της σκούπας στη φυσούνα περπατά. Και όλα τα αδέρφια στο καλάμι, ενωμένα φτάνουν το αδερφάκι τους και το τραβούν.

Και είναι πάλι ευτυχισμένα! Και κάθε βράδυ, κοιμούνται αγκαλιασμένα!

ΤΕΛΟΣ

Κείμενο: Άννα Πατσώνη

Εικονογράφησηwww.paidika-paramythia.gr

paidika-paramythia.gr

Αφήστε μια απάντηση