Η Κοινωνία με τους Αιρετικούς Οικουμενιστές θα διασπάσει την Ενότητα Πίστεως

Ἂν ὁ ἁπλὸς χαιρετισμὸς τῶν αἱρετικῶν μᾶς κάνει κοινωνοὺς τῆς αἱρέσεως, πόσο περισσότερο ἰσχύει αὐτὸ γιὰ τὴν φωνητικὰ ἰσχυρὴ μνημόνευσή του, ὅταν τελοῦνται τὰ θεῖα καὶ φρικτὰ μυστήρια;

Μνημονεύοντας τὸ ὄνομά σας δηλώνω ὅτι εἶμαι καὶ ἐγὼ οἰκουμενιστής, ὅτι ἔχω τὴν ἴδια πίστη μὲ σᾶς καὶ ψεύδομαι ἐνώπιον τῆς Ἀληθείας, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ θύοντος καὶ θυομένου ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὅπως ψεύδεσθε τώρα καὶ ὅλοι σχεδὸν οἱ ἐπίσκοποι παλαιᾶς καὶ νέας Ἑλλάδος ἰσχυριζόμενοι ἐκφώνως ὅτι ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ὀρθοτομοῦν τὸν λόγο τῆς ἀληθείας.

[Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης: Δήλωση Διακοπῆς Μνημοσύνου]

Πατήρ Θεόδωρος Ζήσης :

Ὁ ἐπίσκοπος μνημονεύεται, κυρίως γιά νά φανεῖ, ὅτι ὁ μνημονεύων καί ὁ μνημονευόμενος ἔχουν τήν ἴδια πίστη, ὅτι εἶναι ἀμφότεροι Ὀρθόδοξοι, ὅτι ὁ μνημονευόμενος ἔχει τήν ἴδια πίστη μέ τόν μνημονεύοντα, εἶναι ταυτογνωμονοῦντες καί ταυτοπιστεύοντες

[Π. Θεοδώρου Ζήση, Δέν εἶναι σχίσμα ἡ Ἀποτείχιση, Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεως]

«Ἐπειδὴ ἡ αἵρεση, ὡς προσβολὴ τῆς πίστεως, τῶν δογμάτων, εἶναι χειρότερο κακό, μεγαλύτερος κίνδυνος γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ σχίσμα, γι᾽ αὐτὸ οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 15ου Κανόνος ὁρίζουν καὶ θεσπίζουν ὅτι ὅσα προηγουμένως ὁρίσθηκαν, ἡ μὴ διακοπὴ δηλαδὴ μνημοσύνου, δὲν ἰσχύουν στὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἐπίσκοπος, ὁ μητροπολίτης, ὁ πατριάρχης κηρύσσουν αἵρεση. Στὴν περίπτωση αὐτὴ πρέπει ἀμέσως καὶ «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως» νὰ ἀποτειχισθοῦμε, νὰ ὑψώσουμε τεῖχος ἄμυνας, νὰ ἀποκλείσουμε τὴν αἵρεση, νὰ ὀχυρωθοῦμε…
Προκαλεῖ ἐντύπωση ὅτι καὶ πρόσωπα, κατὰ τὰ ἄλλα ὀρθοδόξου φρονήματος, καὶ μάλιστα λόγιοι ἐπίσκοποι, πρεσβύτεροι καὶ καθηγηταὶ ἐκλαμβάνουν τὴν ἀποτείχιση κακῶς ὡς χωρισμὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς ψευδοεπισκόπους· ἰσχυρίζονται καὶ γράφουν καὶ κηρύσσουν ὅτι ἐμεῖς μένουμε μέσα στὴν ἐκκλησία, δὲν ἀποτειχιζόμαστε, δίνουμε τὸν ἀγώνα μέσα στὴν ἐκκλησία. Γίνονται ἔτσι καλοὶ συνεργάτες καὶ βοηθοὶ τῶν αἱρετικῶν ψευδεπισκόπων, διότι δὲν ἀφήνουν νὰ ὑψωθεῖ τὸ τεῖχος τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας καὶ τοῦ μνημοσύνου, μὲ συνέπεια ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐπὶ δεκαετίες τώρα νὰ προελαύνει ἀκάθεκτα, νὰ καταλαμβάνει πρόσωπα καὶ θεσμούς, συνόδους, ἱεραρχίες, ἱεράρχες, θεολογικὲς σχολές, καὶ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ὡς ἐλεύθεροι σκοπευτὲς νὰ ρίχνουμε μερικὲς τουφεκιὲς ἀπέναντι ἑνὸς ἐχθροῦ καὶ ἑνὸς κινδύνου μὲ ἀσύγκριτη ὑπεροπλία καὶ ἀσύμμετρη ἀπειλή. Αὐτὸ ὅμως δὲν κάνουμε τόσα χρόνια ἀναβάλλοντας τὴν κατασκευὴ τοῦ τείχους; Καὶ δὲν πρέπει τώρα βλέποντας ὅτι ὁ ἐχθρὸς κατέλαβε ἀκόμη καὶ τὸ τελευταῖο θεσμικὸ προπύργιο ποὺ διαθέτουμε, τὸ συνοδικὸ σύστημα μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, νὰ βελτιώσουμε τὴν στρατηγική μας, νὰ προσαρμόσουμε τὰ ἐπιτελικά μας σχέδια, νὰ χρησιμοποιήσουμε τὸν ὁπλισμὸ ποὺ μᾶς προμήθευσαν μὲ Ἁγιοπνευματικὲς ἀποφάσεις οἱ Ἅγιοι Πατέρες;… Δὲν εἶναι κατασταλαγμένο ἐκκλησιολογικὸ ἀξίωμα ὅτι ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, καὶ ὄχι ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχουν ἐπίσκοποι, καὶ πατριάρχες αἱρετικοί;…

[Ἀποτείχιση ἀπὸ τὴν αἵρεση — ὄχι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία]

Οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς νοτίου Ἑλλάδος στὴ Μεγάλη Εἴσοδο λένε: «τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῆς ὀρθοτομούσης τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Ἔ, ἂν ἡ Ἱ. Σύνοδος δέχτηκε τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης, (τότε) πῶς ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας; Ἑπομένως, θὰ λέει ψέματα μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα; Μέσ’ στὸ θυσιαστήριο; Οἱ δικοί μας δέ, ἐδῶ, οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς βορείου Ἑλλάδος, λένε καὶ τὰ δύο. «Τοῦ πατριάρχου ἡμῶν Βαρθολομαίου καὶ τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῶν ὀρθοτομούντων τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας». Πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴν Σύνοδό μας, ὁ Πατριάρχης ἐδῶ καὶ χρόνια δὲν ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Τί θὰ κάνουμε λοιπόν;

…. Κι ἔχω κατασταλάξει πλέον ὅτι ἡ Διακοπὴ Μνημοσύνου εἶναι μονόδρομος… Ἐγώ, λοιπόν, θεωρῶ, μετὰ τὴν στάση τῆς Ἱεραρχίας μας στὸ θέμα τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, ὅτι ὁ μόνος Κανονικὸς δρόμος, ὁ ὁποῖος ἀπομένει –Κανονικός, βάσει τῶν Κανόνων, ἐπειδὴ πλέον ἐπισήμως διὰ Συνόδου θεσμοθετεῖται ὁ Οἰκουμενισμός, γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, θὰ πρέπει νὰ κάνουμε Διακοπὴ Μνημοσύνου, ἡ ὁποία θὰ ἔχει κάποιες συνέπειες.

[18-12-2016, στὸ “Ἀρχονταρίκι” τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγ. Ἀντωνίου Θεσσαλονίκης]

Άγιος Ιερομάρτυς Κύριλλος του Καζάν (+1937)
για τα Μυστήρια των Σεργιανιστών

“Τό ἄν ὑπάρχῃ ἤ ὄχι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτήν τήν προσπάθεια τοῦ Σεργίου ἐμεῖς δέν θά τολμήσουμε νά τό κρίνουμε μέχρις ὅτου μία νόμιμη Σύνοδος μέ τήν ἀπόφασίν της ἐκφράσει τήν κρίσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γι’ αὐτόν. Ὡστόσον, ὅπως συμβαίνει καί μέ κάθε τι παρόμοιον μέ τήν Ἀνανέωσιν, δέν δυνάμεθα ν’ ἀναγνωρίσουμε τήν διοίκησιν τῆς ἐκκλησίας πού ἔχει ἀνανεωθῆ ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Σεργίου ὡς τήν Ὀρθόδοξον διοίκησιν πού προῆλθεν ἀπό τήν μάχην τῆς διαδοχῆς τῆς Αὐτοῦ Ἁγιότητος, τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος. Κατά συνέπειαν, παραμένοντας εἰς κανονικήν ἑνότητα μέ τόν Μητροπολίτην Πέτρον, Πατριαρχικόν Τοποτηρητήν, ἐφόσον ἐπί τοῦ παρόντος δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπικοινωνήσουμε μαζί του, ἀναγνωρίζουμε τήν ὀργάνωσιν τῆς διοικήσεως τῆς ἐκκλησίας ὡς τό μόνον νόμιμον πρᾶγμα ἐπί τῇ βάσει τοῦ Διατάγματος τοῦ Τσάρου τῆς 7/20 Νοεμβρίου 1920. Πιστεύω ἀκραδάντως ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι, μέ ἀδελφικήν ἑνότητα καί ἀλληλοϋποστήριξιν, θά κρατήσουν τήν Ρωσσικήν Ἐκκλησίαν, μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, στήν παραδοσιακήν Ὀρθοδοξίαν τῆς ἐν ἰσχύι Πατριαρχικῆς Διαθήκης, καί θά τήν ὁδηγήσουν εἰς νόμιμον Σύνοδον. Ἔχω τήν ἐντύπωσιν ὅτι τόσον ἐσεῖς ὅσον καί ὁ ἀνταποκριτής σας δέν διακρίνετε τίς ἐνέργειες τοῦ Μητροπολίτου Σεργίου καί τῶν ὀπαδῶν του πού γίνονται κατά τήν πρέπουσαν τάξιν μέ τήν δύναμιν τῶν δικαιωμάτων τῆς Χάριτος, ἡ ὁποία λαμβάνεται διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης, ἀπό ἐκεῖνες τίς ἄλλες ἐνέργειες πού γίνονται καθ’ ὑπέρβασιν τῶν δικαιωμάτων τῶν μυστηρίων καί μέ ἀνθρωπίνην πονηρίαν, ὡς μέσα προστασίας καί ὑποστηρίξεως τῶν αὐτο-εφευρεθέντων δικαιωμάτων τους στήν Ἐκκλησία. Σέ τέτοιες ἐνέργειες ἔχουν προβεῖ ὁ Ἐπίσκοπος Ζαχαρίας καί ὁ ἱερεύς Παταπώβ γιά τούς ὁποίους ὁμιλεῖς. Αὐτές εἶναι μυστηριακές πράξεις στήν ἐξωτερικήν μόνον μορφήν των, ἐνῷ στήν οὐσίαν εἶναι πράξεις ὑφαρπαγῆς τῆς μυστηριακῆς δραστηριότητος, ὁπότε εἶναι βλάσφημες, χωρίς χάριν, μή ἐκκλησιαστικές. Τά Μυστήρια, ὅμως, τά ὁποῖα τελοῦνται ἀπό τούς Σεργιανιστάς πού εἶναι ὀρθῶς χειροτονημένοι καί στούς ὁποίους δέν ἀπαγορεύεται νά ὑπηρετοῦν ὡς ἱερεῖς, εἶναι ἀναμφιβόλως σωστικά Μυστήρια γι’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι τά λαμβάνουν μέ πίστιν, μέ ἁπλότητα, χωρίς διαβουλεύσεις καί ἀμφιβολίες γιά τήν ἀποτελεσματικότητά των, καί οἱ ὁποῖοι οὔτε κἄν ὑποπτεύονται τίποτε τό ἐσφαλμένον στήν Σεργιανιστικήν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτοχρόνως, ὅμως, τά ἐν λόγῳ μυστήρια εἶναι πρός κρίσιν καί καταδίκην αὐτῶν πού τά τελοῦν, καθώς καί αὐτῶν πού συμμετέχουν σ’ αὐτά, παρά τό γεγονός ὅτι γνωρίζουν πολύ καλῶς ὅτι στόν Σεργιανισμόν ὑπάρχει ἀναλήθεια, καί παρά ταῦτα δέν ἀντιτίθενται εἰς αὐτόν, γεγονός πού φανερώνει μίαν κακουργηματικήν ἀδιαφορίαν γιά τήν διακωμώδησιν τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτόν τόν λόγον, εἶναι οὐσιαστικόν γιά ἕνα Ὀρθόδοξον Ἐπίσκοπον ἤ ἱερέα ν’ ἀπέχῃ ἀπό τήν κοινωνίαν μέ τούς Σεργιανιστάς στήν προσευχήν. Τό αὐτό εἶναι ἐξ ἴσου οὐσιαστικόν καί γιά τούς λαϊκούς πού ἔχουν συνειδητήν συμπεριφοράν εἰς ὅλας τάς ἐκφάνσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς”.

(Ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς πρὸς ἄδηλο Ἱεράρχη, Φεβρουάριος 1934)

 

Δέν εἶναι δυνατόν νά διώκεται ἡ πίστις καί ἐμεῖς νά τιμώμεθα καί νά τά πηγαίνωμε καλά μέ ὅλους. Ἡ αἵρεσις νά ἐπικρατῆ καί νά ἐξαπλώνεται καί ἐμεῖς νά κτίζουμε μοναστήρια, νά μπαίνουμε σέ προγράμματα καί νά παίρνωμε ἐπιδοτήσεις, νά προβάλλωμε καί νά περιφέρωμε τά κειμήλια, ἤ νά κάνωμε εὐσεβιστικά κηρύγματα περί νοερᾶς προσευχῆς, ὑπακοῆς, μυστηριακῆς ζωῆς κλπ. Ὅταν λοιπόν διώκεται ἡ πίστις, ὅσοι δέν διώκονται συνταυτίζονται καί συμπλέουν ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα μέ τούς αἱρετικούς.

Ἡ ἀπομάκρυνσις πιστοποιεῖται διά μέν τούς κληρικούς μέ τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, διά δέ τούς λαϊκούς μέ τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί ἀπό τούς κληρικούς, οἱ ὁποῖοι τούς ἀναγνωρίζουν διά τῆς μνημονεύσεως καί ἐξαρτῶνται ἐκκλησιαστικά ἀπό αὐτούς. Εἶναι χαρακτηριστικά ἐν προκειμένῳ τά λόγια τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου:
«Ταῦτα οὖν σύν τῇ προσηγορίᾳ ἀναγκαῖον ἐνόμισα ὑπομνῆσαι τήν πατρωσύνην σου· ὅπως εἰδυῖα ὅτι αἵρεσις, φεύγῃ τήν αἵρεσιν ἤγουν τούς αἱρετικούς· τοῦ μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς, μήτε ἀναφέρειν ἐν τῇ εὐαγεστάτῃ αὐτῆς μονῇ ἐπί τῆς θείας λειτουργίας· ὅτι μέγισται ἀπειλαί κεῖνται παρά τῶν ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτῇ μέχρι καί ἑστιάσεως. Εἰ δέ λέγῃ ἡ ὁσιότης σου, πῶς αὐτῇ πρό τῆς λεηλασίας τοῦτο οὐκ εἴπομεν, ἀλλ’ ὅτι καί ἡμεῖς ἐμνημονεύομεν τῶν ἐν τῇ Βυζαντίδι· ἐκεῖνο γινωσκέτω· ὅτι οὔπω σύνοδος ἦν, οὐδέ ἐκφωνητόν ὑπῆρχε τό πονηρόν δόγμα καί ἀνάθεμα. Καί πρό τούτων οὐκ ἦν ἀσφαλές ἀποστῆναι τῶν παρανομούντων τελείως, ἤ τό φεύγειν μόνον τήν προφανῆ κοινωνίαν αὐτῶν, οἰκονομίᾳ δέ πρεπούσῃ ἀναφέρειν ἕως καιροῦ. Ἐπεί δέ ἐξῆλθεν εἰς προῦπτον ἡ αἱρετική ἀσέβεια διά συνόδου εἰς τοὐμφανές δεῖ ἄρτι καί τήν σήν εὐλάβειαν σύν πᾶσι ὀρθοδόξοις παῤῥησιάζεσθαι διά τοῦ μή κοινωνεῖν τοῖς κακοδόξοις, μηδέ ἀναφέρειν τινά τῶν ἐν τῇ μοιχοσυνόδῳ εὑρεθέντων, ἤ ὁμοφρονούντων αὐτῇ. Καίγε δίκαιον, ὅσιε Πάτερ, κατά πάντα σε ὄντα φερωνύμως Θεόφιλον, φιλεῖν καί ἐν τούτῳ τόν Θεόν. Ἐχθρούς γάρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας, μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο. Καί ἐάν ἡ σή στεῤῥότης οὐκ ἀσφαλίσηται, τίς λοιπόν σωθήσεται; (ΛΘ Θεοφίλῳ ἡγουμένῳ P.G. 99, 1048D).

Ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως εἶναι ἐκείνη πού ἐνοχλεῖ καί ἀποδυναμώνει τούς Οἰκουμενιστάς Ἐπισκόπους· δηλώνει δέ ὁ ἐνεργῶν διά τῆς μή μνημονεύσεως τήν ἀποτείχισιν, ὅτι θεωρεῖ τήν Ἐκκλησία ἀνεπίσκοπο ὡς ἔχουσα αἱρετικόν Ἐπίσκοπον.
Εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν ἡ ἐκκλησία ὑπάρχει ἐν διωγμῷ, οἱ Ὀρθόδοξοι κληρικοί συνήθως ἐκδιώκονται ἀπό τίς θέσεις των καί κυνηγῶνται παντοιοτρόπως, ὁ λαός δέ ὁ ὁποῖος θέλει νά ἀποφύγη τήν αἵρεσι πολλές φορές παραμένει χωρίς μυστήρια, χωρίς ἐκκλησία, χωρίς προστάτες, χωρίς τήν ἐξωτερική μορφή καί εἰκόνα τῆς ἐκκλησίας, ὅπως θά ἐφαίνετο σέ μία εἰρηνική περίοδο.
Οἱ ἀποτειχιζόμενοι δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου δέν δημιουργοῦν σχίσμα εἰς τήν ἐκκλησία, συμφώνως πρός τόν 31ον Κανόνα τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων καί τόν 15ον τῆς Α καί Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διότι τό σχίσμα νοεῖται ἀπό τούς πατέρας ὡς τήν ἀπόσχισι κάποιου, ὄχι ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, ἀλλά ἀπό τήν ἀλήθεια. Ἀπεναντίας δέ θεωρεῖται ἡ ἀποτείχισις σάν ἴασι καί θεραπεία τοῦ σχίσματος, τό ὁποῖον ἐδημιούργησε ὁ ἀποσχισθείς ἀπό τήν ἀλήθεια Ἐπίσκοπος. Δηλαδή ὁ Ἐπίσκοπος διά τῆς ἀποδοχῆς τῆς αἱρέσεως ἀπεσχίσθη ἀπό τήν ἐκκλησία, ἐνῶ ὁ ἀποτειχιζόμενος ἀπό αὐτόν παραμένει ὀργανικά καί ἀδιάρρηκτα ἑνωμένος μέ τήν διαχρονική ἐκκλησία.
Ἡ ἔκπτωσις λοιπόν κάποιου ἀπό τήν ἐκκλησία γίνεται διά τῆς ἀποδοχῆς τῆς αἱρέσεως· ἡ ἐνσωμάτωσις εἰς τήν διαχρονική ἐκκλησία ἐν καιρῷ αἱρέσεως γίνεται διά τῆς ὁμολογίας καί ἀποτειχίσεως, ἡ ἐπικράτησις τῆς Ὀρθοδοξίας γίνεται, ὅταν καταδικασθῆ συνοδικῶς ἡ αἵρεσις, ἐκδιωχθοῦν ἀπό τούς θρόνους οἱ αἱρετικοί Ἐπίσκοποι καί ἀνέλθουν εἰς αὐτούς Ὀρθόδοξοι μέ τήν ἔγκρισι πάντοτε καί συμφωνία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.

Αποτείχιση από τους Αιρετικούς Οικουμενιστές και τους Σχισματικούς ΓΟΧ, η μόνη οδός σωτηρίας.

Αφήστε μια απάντηση