Το τέλος της ελεύθερης έκφρασης στην Ευρώπη

Με τον νόμο για τις ψηφιακές υπηρεσίες και τον “Κώδικα δεοντολογίας για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης“, η ΕΕ δημιουργεί μια εξελιγμένη υποδομή για μια ολοκληρωμένη λογοκρισία των πληροφοριών και των απόψεων, η οποία ανατίθεται σε ιδιωτικές εταιρείες. Η ανάλυση των εγγράφων που ακολουθεί, αφορά τις επιδιώξεις των κυβερνώντων για έναν ολοκληρωτικό έλεγχο και θυμίζει σκοτεινές, προδημοκρατικές εποχές.

Τον Ιούνιο του 2022, η Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας του καταναλωτή της ΕΕ ενέκρινε τον “Κανονισμό για τις ψηφιακές υπηρεσίες”, ο οποίος έχει εκτεταμένες συνέπειες για την ελευθερία της έκφρασης. Ευθέως, οι αξιωματούχοι της ΕΕ εκφράζουν τώρα την εξής κοσμοθεωρία: Οι αναλήθειες συμπεριφέρονται όπως οι ιοί, γι’ αυτό και η καλή κυβέρνηση πρέπει να καλλιεργεί την αλήθεια όσο και τη δημόσια υγεία. Και με τις ίδιες μεθόδους: πρόληψη της πρώτης επαφής με τις αναλήθειες, απομόνωση των μολυσμένων φορέων και, με προοπτική, ακόμη και «εμβολιασμός» κατά των ψευδών απόψεων.

Απαγορευμένη σκέψη

Τα κρατικά μέτρα για την καταπολέμηση της „πανδημίας“ μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: Οι απαγορεύσεις συγκεντρώσεων, η υποχρεωτική χρήση μάσκας, το κλείσιμο των σχολείων ή η εκστρατεία εμβολιασμού είχαν άμεσο στόχο τον περιορισμό της „πανδημίας“. Αυτά πλαισιώθηκαν από μέτρα για την επιβολή της “αξιόπιστης πληροφόρησης” στα μέσα ενημέρωσης και την “καταπολέμηση της παραπληροφόρησης”, τα οποία δημιούργησαν τις δικές τους διαρθρωτικές συνθήκες με ταχύτητα που έκοβε την ανάσα, για παράδειγμα με την ίδρυση του “Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Ψηφιακών Μέσων Ενημέρωσης (EDMO)” ήδη από τον Ιούνιο του 2020 ή με την υπαγωγή στη Γερμανία, όλων των “δημοσιογραφικών-συντακτικών παροχών” για πρώτη φορά σε κρατική εποπτεία σύμφωνα με την “Κρατική Συνθήκη για τα Μέσα Ενημέρωσης” τον Νοέμβριο του 2020.

Υπογράφοντας τον “Κώδικα Δεοντολογίας για την Καταπολέμηση της Παραπληροφόρησης“, οι ψηφιακές εταιρείες δεσμεύτηκαν να επενδύσουν σε “τεχνολογικά μέσα για να δίνουν προτεραιότητα στις σχετικές, αυθεντικές και έγκυρες πληροφορίες στην αναζήτηση, στις ροές ή σε άλλα κανάλια διανομής με αυτόματη κατάταξη, όπου χρειάζεται” και να “επανεξετάζουν, να ελέγχουν και να περιορίζουν αποτελεσματικά την τοποθέτηση διαφημίσεων σε λογαριασμούς και ιστότοπους που ανήκουν σε παρόχους παραπληροφόρησης”. Με άλλα λόγια, χειραγωγώντας τους αλγόριθμους αναζήτησης, διαγράφοντας περιεχόμενο και στερώντας διαφημιστικά έσοδα από ιστότοπους που δημοσίευαν “ψευδείς ισχυρισμούς”. Οι εταιρείες πρέπει να υποβάλλουν μηνιαίες εκθέσεις στην Επιτροπή της ΕΕ σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο εξουδετέρωσαν την παραπληροφόρηση και επέβαλαν την “αξιόπιστη πληροφόρηση”.

Πολύ λίγοι από τους θιγόμενους είναι πιθανό να είχαν τα οικονομικά μέσα για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους στο δικαστήριο. Η ομάδα καλλιτεχνών #allesaufdentisch, στην οποία συμμετείχαν πολλοί γνωστοί Γερμανοί ηθοποιοί, το προσπάθησε και προσέφυγε κατά της διαγραφής των βίντεό της στο περιφερειακό δικαστήριο της Κολωνίας. Το δικαστήριο αποφάσισε υπέρ των καλλιτεχνών. Η Google, ωστόσο, άσκησε έφεση και μπλόκαρε περαιτέρω βίντεο της πρωτοβουλίας λίγες ημέρες μετά την απόφαση. Το αν η ομάδα θα διεκδικήσει τελικά το δικαίωμά της στην ελευθερία της έκφρασης δεν θα πρέπει να έχει σημασία για τις “συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα” – μέχρι τότε, η συζήτηση για τα μέτρα Covid απαγορεύεται.

Το ίδιο συνέβη και με τη συνέντευξη του καθηγητή Άρη Χρηστίδη, ιδρυτικού μέλους των ΕΥΕ και μέλος της ομάδας «παρά του Bhakdi», MWGFD, η οποία λίγες μέρες μετά τη δημοσίευσή της, αφαιρέθηκε από το youtube. Ο δημοσιογράφος που πήρε τη συνέντευξη κινήθηκε νομικά εναντίον της Google και το βίντεο αναρτήθηκε και πάλι στη δημοφιλή πλατφόρμα.

Τον Αύγουστο του 2021, ο Neal Mohan, επικεφαλής του τμήματος προϊόντων του Youtube, εξήγησε ότι η θυγατρική της Google είχε μέχρι στιγμής διαγράψει περισσότερα από ένα εκατομμύριο βίντεο που σχετίζονται με την Covid. Πιο αποτελεσματική από τις διαγραφές, ωστόσο, ήταν η προνομιακή μεταχείριση των “αξιόπιστων πληροφοριών”. “Με την COVID, βασιζόμαστε στη συναίνεση των εμπειρογνωμόνων οργανισμών υγείας όπως το CDC και τον ΠΟΥ”, δήλωσε ο Mohan. Το ίδιο έκανε και η Google με τα αποτελέσματα των μηχανών αναζήτησης.

Ανεξάρτητα από το νόημα των ερωτημάτων αναζήτησης, οι “αξιόπιστες πληροφορίες” από κυβερνήσεις ή ιδρύματα που σχετίζονται με αυτό που το κράτος θεωρεί σωστό, προωθήθηκαν στις πρώτες θέσεις της κατάταξης, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι οτιδήποτε δεν εμφανιζόταν στις τρεις πρώτες σελίδες δύσκολα θα έβρισκε αναγνώστη. Ειδικότερα, η Google επιμελήθηκε σε πρωτοφανή βαθμό την αρχική σελίδα της λίστας των αποτελεσμάτων της, συνεργαζόμενη με τον ΠΟΥ και το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, αλλά και με τον Jens Spahn και το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Υγείας της Γερμανίας.

Fact checking – Το παιχνίδι με τα «γεγονότα»

Οι άμεσες οδηγίες από κυβερνητικούς εκπροσώπους προς τους εκδότες εφημερίδων, τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς ή τις ειδησεογραφικές πύλες ήταν συνεπώς σε μεγάλο βαθμό περιττές. Το ενδιαφέρον για τη δική τους οικονομική επιβίωση ανάγκασε τους παρόχους μέσων ενημέρωσης να διαδίδουν ένα και μόνο, μονότονο μήνυμα. Φοράτε μάσκες, κάντε ενέσεις και όποιος έχει αντίθετη άποψη είναι «ψεκασμένος», «αντικοινωνικός» και γενικά ¨αντι-……¨. Ρίχνοντας μια ματιά στη γνωστή πλέον «λίστα Πέτσα» καταλαβαίνει κανείς το λόγο που συγκεκριμένες ιστοσελίδες αναπαρήγαγαν απλά τις ¨ειδήσεις¨ όπως ακριβώς τις έλαβαν από τους κυβερνητικούς κύκλους, μάλιστα οι περισσότερες εξ ’αυτών αντέγραψαν η μία την άλλη χωρίς καν να μπουν στο κόπο να ελέγξουν την ισχύ και την αντικειμενικότητα της είδησης αυτής.

Η νέα μόδα στον έλεγχο του τί είναι ορθό και τί όχι ονομάζεται «fact checking». Οι “ελεγκτές γεγονότων” που οργανώνονται σε ¨δίκτυα¨, εργάζονται υπό την ομπρέλα κάποιου ¨ινστιτούτου¨. Τα ινστιτούτα αυτά χρηματοδοτούνται από μεγάλες πολυεθνικές που προέρχονται κυρίως από το χώρο της τεχνολογίας και της πληροφορικής. Ένα από τα μεγαλύτερα αυτά δίκτυα είναι το International Fact-Checking Network που ανήκει στο Ινστιτούτο Poynter. Ήδη από το 2007, η google συνεργάζεται με το ινστιτούτο αυτό για να καταπολεμήσει τα “fake news”. Οι γερμανικές ναυαρχίδες του „fact checking“, όπως το Correctiv ή το dpa-Faktencheck, εργάζονται υπό τη κάλυψη του αμερικανικού Ινστιτούτου Poynter και πληρώνονται, μεταξύ άλλων, από το Facebook για τον εντοπισμό “ψευδών ειδήσεων”.

Ακόμα και οι «δικοί μας», τα „Ellinika hoaxes“, που πάντα συμβαδίζουν με τη κυβερνητική πολιτική όσον αφορά τους εμβολιασμούς, τα μέτρα και τις παρανοϊκές αποφάσεις της κυβέρνησης, ανήκουν στο ίδιο δίκτυο. Μάλιστα, όπως η ίδια η σελίδα αναφέρει, μόνο το 2021 έλαβε 483.400$ από το Facebook για τη λεγόμενη «καταπολέμηση των ψευδών ειδήσεων». Ενδιαφέρον έχει να αναφερθεί ότι ο  ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης ιστοσελίδας συμμετείχε στο Ευρωπαϊκό πρόγραμμα RAN (Radicalisation Awareness Network), ένα ¨δίκτυο¨ που «εργάζονται καθημερινά τόσο με άτομα ευάλωτα στη ριζοσπαστικοποίηση όσο και με άτομα που έχουν ήδη ριζοσπαστικοποιηθεί».

Ποιος έχει την καλύτερη μηχανή προπαγάνδας;

Όποιος πιστεύει ότι υπάρχει λογοκρισία στην Ελλάδα, ζει επικίνδυνα. Αρκετοί καθηγητές πανεπιστημίων για παράδειγμα αναφέρουν τις συνέπειες των δηλώσεών τους: “Θα μου κλείσουν το στόμα και ενδεχομένως να με απομακρύνουν από το πανεπιστήμιο”.  Δεν είναι περίεργο άλλωστε, κάθε γνώμη αντίθετη με αυτή του «κράτους» να θεωρείται “παραπληροφόρηση”. Η λογική πίσω από αυτό: Όταν οι εταιρείες λογοκρίνουν, αυτό δεν αποκαλείται “λογοκρισία”, διότι αυτό προέρχεται πάντα από το κράτος. Το Ελληνικό Σύνταγμα για παράδειγμα αναφέρει:

Kαθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του Kράτους.

Αυτός ο ορισμός αγνοεί εντελώς την πραγματικότητα της ζωής σε μια ψηφιοποιημένη κοινωνία. Αυτοί που θέλουν να λογοκρίνουν σήμερα δεν βασανίζουν με έναν γραφειοκρατικό “προέλεγχο των δημοσιεύσεων”, όπως αυτός μπορεί να λειτουργούσε στα φασιστικά ή σοσιαλιστικά συστήματα. Αντίθετα, το κράτος μιλάει για μια “εθελοντική αυτορρύθμιση” των εταιρειών που κυριαρχούν στην υποδομή διαμόρφωσης και έκφρασης της γνώμης.

Είναι στη φύση των πραγμάτων ότι τα όρια μεταξύ του κράτους και του ιδιωτικού τομέα είναι δυσδιάκριτα. Ωστόσο, ακόμη και ο όρος “εθελοντική αυτορρύθμιση” δεν μπορεί πλέον να κρύψει το γεγονός ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για κρατική ρύθμιση, και συνεπώς για λογοκρισία σύμφωνα με την “επίσημη” ανάγνωση.

Ο “Κώδικας δεοντολογίας για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης” είχε ήδη εγκριθεί το 2018 και αρχικά αποσκοπούσε στον περιορισμό της φερόμενης ρωσικής ή φιλορωσικής “προπαγάνδας” με φόντο την κρίση της Κριμαίας και την υποτιθέμενη υποστήριξη του Βλαντιμίρ Πούτιν στον Ντόναλντ Τραμπ.

Σύμφωνα με την Επιτροπή της ΕΕ, η πανδημία λειτούργησε ως “τεστ αντοχής” για τον κώδικα και θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση και τη βελτίωσή του. Τον Ιούνιο του 2020, η αντιπρόεδρος της ΕΕ, Věra Jourová δήλωσε:

“Η πανδημία COVID-19 είναι απλώς μια υπενθύμιση του τεράστιου προβλήματος της παραπληροφόρησης, της παραπλάνησης και της ψηφιακής απάτης…. η δουλειά δεν έχει ακόμη τελειώσει. Ακριβώς το αντίθετο. Η κρίση μάς έδειξε για άλλη μια φορά ότι άλλα κράτη διαθέτουν ισχυρές μηχανές προπαγάνδας. Θυμάμαι ότι σοκαρίστηκα όταν είδα μια δημοσκόπηση στην Ιταλία που έδειχνε ότι οι Ιταλοί θεωρούσαν την Κίνα πολύ περισσότερο ως φίλο και τη Γερμανία ως εχθρό… Είναι καιρός να το βελτιώσουμε αυτό και να μην επιτρέψουμε σε άλλους -όπως η Κίνα- να καταλάβουν το χώρο”.

Στη συνέχεια, τον Ιούλιο του 2020, η πρόεδρος της ΕΕ Ursula von der Leyen ανακοίνωσε ότι η υπηρεσία της θα αποκτήσει πολύ ευρύτερες δυνατότητες για τη “διαχείριση της παραπληροφόρησης” στο μέλλον, “βασιζόμενη στα μέτρα” για την “καταπολέμηση της παραπληροφόρησης της COVID-19”.

Στο πλαίσιο ενός “σχεδίου δράσης για τη δημοκρατία”, θα πρέπει πρώτα να αξιολογηθούν οι εμπειρίες από τις μεθόδους που περιγράφονται παραπάνω για την απόκτηση κυριαρχίας της γνώμης σχετικά με τον ιό, ώστε στη συνέχεια να ενσωματωθούν σε μια “νομοθετική δέσμη για τις ψηφιακές υπηρεσίες”. Ο “Κώδικας δεοντολογίας για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης” θα πρέπει να αυστηροποιηθεί και να ενσωματωθεί στη σχεδιαζόμενη νέα έκδοση του “νόμου για την ψηφιακή υπηρεσία”. Ταυτόχρονα, αυτό πρόκειται να αποτελέσει τη βάση για τη δημιουργία μιας υποδομής για τη μόνιμη παρακολούθηση, τον έλεγχο και τη συγκρότηση του τοπίου των μέσων ενημέρωσης. Ένα χρόνο αργότερα, το 2021, η Επιτροπή της ΕΕ “ενημέρωσε” το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο για τις μέχρι σήμερα «επιτυχίες» της και τα περαιτέρω σχέδιά της. Σχετικά η επιτροπή ανέφερε:

Το πρόγραμμα παρακολούθησης δεν παρείχε μόνο μια λεπτομερή επισκόπηση των μέτρων που ελήφθησαν για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης γύρω από την COVID-19 βάσει των υποχρεώσεων του κώδικα, αλλά ο κώδικας υποβλήθηκε επίσης σε μια “δοκιμασία αντοχής”.

Αυτό ειδικότερα απέδειξε την αποτελεσματικότητα των μέτρων για την “αύξηση της προβολής των αξιόπιστων πηγών” και για την “εξάλειψη του περιεχομένου που περιέχει ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες που μπορεί να προκαλέσουν σωματική βλάβη ή να θέσουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της πολιτικής δημόσιας υγείας…”.

Ωστόσο, η Επιτροπή της ΕΕ επέκρινε επίσης τις ορισμένες ελλείψεις. Ο όρος “παραπληροφόρηση” εξακολουθεί συχνά να ορίζεται πολύ συγκεκριμένα. Το ζήτημα δεν ήταν αν οι ψευδείς ισχυρισμοί διατυπώθηκαν σκόπιμα, αλλά το γεγονός ότι η παραπληροφόρηση θα μπορούσε να προκαλέσει “σημαντική δημόσια ζημιά αν γινόταν viral”. Επίσης, τα στοιχεία που παρέχονται από τις ψηφιακές εταιρείες δεν είναι ακόμη “αρκετά λεπτομερή ώστε να μετρηθεί ο βαθμός στον οποίο έχουν υλοποιηθεί οι δεσμεύσεις ή ο αντίκτυπος των μέτρων που έχουν ληφθεί”.

Ως εκ τούτου, δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος αν τα “αναφερόμενα μέτρα” έχουν πράγματι εφαρμοστεί οριζόντια “σε όλα τα κράτη μέλη ή σε όλες τις γλώσσες της ΕΕ”. Επιπλέον, εξακολουθεί να απουσιάζει ένα “κεντρικό μητρώο για τον έλεγχο των γεγονότων”, έτσι ώστε επί του παρόντος πληροφορίες που έχουν χαρακτηριστεί ψευδείς από τους “ελεγκτές γεγονότων να μπορούν να επανεμφανιστούν σε διαφορετικές πλατφόρμες”. Και η απόσυρση των διαφημιστικών εσόδων, αν και αποδεικνύεται αποτελεσματικό όπλο, δεν επαρκεί ακόμη για να στερήσει από τους διακινητές της “παραπληροφόρησης” κάθε έσοδο.

Η ικανότητα των μέσων ενημέρωσης ως εποπτευόμενη λειτουργία της έκφρασης

Στο μέλλον, όλοι οι fact checkers θα πρέπει να συνεργάζονται με το “Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Ψηφιακών Μέσων Ενημέρωσης”. Προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο οι χρήστες του διαδικτύου να παρακάμψουν την Google & Co. και να στραφούν σε εναλλακτικές μηχανές αναζήτησης, θα πρέπει επίσης να επιδιωχθεί η “ευρύτερη συμμετοχή” μικρότερων υπηρεσιών. Προκειμένου να “απονομιμοποιηθούν” πλήρως οι ιστότοποι που σκόπιμα ή ακούσια δημοσιεύουν άρθρα με ψευδείς ισχυρισμούς, δηλαδή να αποκοπούν από τις πηγές χρημάτων, θα πρέπει τώρα να συμπεριληφθούν και οι “υπηρεσίες ηλεκτρονικών πληρωμών, οι πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου” και τα “συστήματα crowdfunding/δωρεών”. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απαιτεί πλήρη πρόσβαση στα “προσωπικά δεδομένα” των αναγνωστών τέτοιων άρθρων (π.χ. αυτού του άρθρου, για παράδειγμα), προκειμένου να μελετήσει τη συμπεριφορά των πολιτών και να αναπτύξει “κατάλληλα” αντίμετρα.

Ακριβώς ένα χρόνο αργότερα, στις 16 Ιουνίου 2022, υιοθετήθηκε ο “Ενισχυμένος Κώδικας Δεοντολογίας κατά της Παραπληροφόρησης“, τον οποίο υπέγραψαν η Google, η Microsoft, το Avaaz και πολλές άλλες ψηφιακές εταιρείες.

Αυτό που στην προηγούμενη έκδοση ήταν ακόμα αρκετά γενικό, τώρα αναφέρεται συγκεκριμένα: Οι πλατφόρμες μέσων ενημέρωσης, οι εκδότες και οι διαφημιστές θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα για να “αποφεύγουν την τοποθέτηση διαφημίσεων κοντά σε περιεχόμενο παραπληροφόρησης ή σε μέρη όπου δημοσιεύεται επανειλημμένα παραπληροφόρηση” και να “λαμβάνουν μέτρα για την αφαίρεση, τον αποκλεισμό ή τον περιορισμό με άλλο τρόπο των διαφημίσεων σε σελίδες ή/και τομείς” που “διαδίδουν επιβλαβή παραπληροφόρηση”.

Οι υπογράφοντες θα συνεργαστούν επίσης με όλους τους “φορείς που εμπλέκονται στην αλυσίδα αξίας της διαδικτυακής νομισματοποίησης”  για να διασφαλίσουν ότι η διάδοση της παραπληροφόρησης “δεν θα αποφέρει ούτε ένα ευρώ σε κανέναν”, όπως εξηγεί ο Επίτροπος Breton.

Το πιο σημαντικό είναι ότι οι υπογράφοντες αναπτύσσουν και επιβάλλουν περαιτέρω “μέτρα για τον περιορισμό της διάδοσης των επιβλαβών ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών (ανάλογα με την υπηρεσία, π.χ. απαγόρευση, υποβάθμιση ή μη σύσταση επιβλαβών ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών, προσαρμοσμένα στη σοβαρότητα των επιπτώσεων και “με τον δέοντα σεβασμό στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης”) και αναλαμβάνουν δράση κατά δικτυακών τόπων ή φορέων που παραβιάζουν επίμονα τα μέτρα αυτά”.

Οι ψηφιακές εταιρείες υποτίθεται επίσης ότι εκπαιδεύουν τους χρήστες “βοηθώντας τους να κάνουν πιο ενημερωμένες επιλογές” και στέλνοντάς τους “σήματα σχετικά με την αξιοπιστία” του περιεχομένου. “Οι ενδιαφερόμενοι υπογράφοντες θα αναπτύξουν ή/και θα υποστηρίξουν ή θα συνεχίσουν δραστηριότητες για τη βελτίωση της «ενημέρωσης» στα μέσα ενημέρωσης και της κριτικής σκέψης, όπως εκστρατείες για την ευαισθητοποίηση του κοινού σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την παραπληροφόρηση καθώς και τις τακτικές που χρησιμοποιούν κακόβουλοι φορείς”.

Αλλά η Επιτροπή της ΕΕ θέλει επίσης να γίνει αρμόδια, κοιτάζοντας πάνω από τους ώμους των ψηφιακών εταιρειών για την εκπαίδευση των ανθρώπων: “Οι ενδιαφερόμενοι υπογράφοντες αναφέρουν τις στρατηγικές και τα μέτρα τους για να διασφαλίσουν ότι οι αλγόριθμοι που χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό, τη μετριοπάθεια και την επιβολή κυρώσεων για απαράδεκτη συμπεριφορά και περιεχόμενο στις υπηρεσίες τους είναι αξιόπιστοι” και αναφέρουν “τον αριθμό των εκδοτών” των οποίων “οι βαθμολογίες συμμόρφωσης ή αξιοπιστίας έχουν βελτιωθεί ως αποτέλεσμα”.

Ο άνθρωπος ως συστημικός κίνδυνος

Έτσι, με τη βοήθεια των ψηφιακών εταιρειών, η κυβέρνηση της ΕΕ θέλει να αυξήσει τις “αξίες συμμόρφωσης ή αξιοπιστίας” του Τύπου. Προϋπόθεση, βέβαια, είναι η Google & Co. να γνωρίζουν τι είναι “συμβατό” και να γνωρίζουν την “αλήθεια”, την οποία οι εκδότες και οι αναγνώστες θα μπορούσαν να μπερδέψουν με το “ψέμα”, χωρίς τη φροντίδα της κυβέρνησης.

Ως εκ τούτου, οι υπογράφοντες πρέπει τώρα να συνάψουν συμφωνίες με “ανεξάρτητους οργανισμούς ελέγχου των γεγονότων”, προκειμένου να “επιτύχουν τον έλεγχο των γεγονότων σε εθνικό επίπεδο σε όλα τα κράτη μέλη” και να παράσχουν στους οργανισμούς αυτούς “κατάλληλη οικονομική συνεισφορά για το έργο τους στην καταπολέμηση της παραπληροφόρησης σχετικά με τις υπηρεσίες τους”. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ η ΕΕ δεν χρηματοδοτεί άμεσα τους „fact checkers“, αναγκάζει τις ψηφιακές εταιρείες που υπογράφουν τις συμβάσεις να το πράξουν.

Ο George Soros, ο Bill Gates και ο Pierre Omidyar, οι οποίοι είναι από τους σημαντικότερους χρηματοδότες, για παράδειγμα, του Correctiv ή του Full Fact, θα πρέπει να είναι ευτυχείς για αυτή την έμμεση κρατική επιδότηση των μέχρι τώρα “ανεξάρτητων” χρηματοδοτικών τους προγραμμάτων.

Ο “Ενισχυμένος κώδικας δεοντολογίας κατά της παραπληροφόρησης” ενσωματώνεται πλέον, όπως προβλέπεται στο “Σχέδιο δράσης για τη δημοκρατία“, σε μια νομοθετική δέσμη που εγκρίθηκε ταυτόχρονα, η οποία περιλαμβάνει μια νέα έκδοση του “Νόμου περί ψηφιακών υπηρεσιών” και του “Νόμου περί ψηφιακής αγοράς”, ο οποίος έχει επίσης αναθεωρηθεί εκ βάθρων.

Το συμπέρασμα εδώ είναι ότι η υπογραφή του κώδικα δεοντολογίας παραμένει τυπικά εθελοντική. Ωστόσο, ο νόμος απαιτεί από την Google & Co. να κάνουν ακριβώς αυτό που ρυθμίζει ο κώδικας δεοντολογίας. Με άλλα λόγια, η υπογραφή του κώδικα δεοντολογίας είναι ο πιο βολικός τρόπος συμμόρφωσης με τις διατάξεις του νόμου για την ψηφιακή υπηρεσία. Όσοι δεν το υπογράψουν εθελοντικά θα αναγκαστούν να λάβουν ισοδύναμα μέτρα σύμφωνα με τον κανονισμό. Και αυτός λειτουργεί ως εξής:

Το άρθρο 26 του “νόμου για την ψηφιακή υπηρεσία”, ο οποίος είναι τελικά 324 σελίδες, ορίζει αρχικά σε γενικές γραμμές: “Οι πάροχοι πολύ μεγάλων πλατφορμών εντοπίζουν, αναλύουν και αξιολογούν προσεκτικά τυχόν συστημικούς κινδύνους που προκύπτουν από τον σχεδιασμό, συμπεριλαμβανομένων των αλγοριθμικών συστημάτων, τη λειτουργία και τη χρήση των υπηρεσιών τους στην Ένωση”. Με τον τρόπο αυτό, η επαφή των “αποδεκτών” (δηλαδή των ανθρώπων) με μεταδοτική “παραπληροφόρηση” χαρακτηρίζεται ως “συστημικός κίνδυνος” για την ΕΕ.

Αν και επιδιώκει επίσης την καλύτερη αντιμετώπιση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο, της κακοποίησης παιδιών και πολλών άλλων απειλών, ο κύριος στόχος της νομοθετικής τροποποίησης διατυπώνεται σαφώς: “Ο παρών κανονισμός εναρμονίζει πλήρως τους κανόνες που εφαρμόζονται στις υπηρεσίες διαμεσολάβησης στην εσωτερική αγορά, προκειμένου να διασφαλιστεί ένα ασφαλές, προβλέψιμο και αξιόπιστο περιβάλλον στο οποίο θα καταπολεμηθεί η διάδοση παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο και οι κοινωνικοί κίνδυνοι που μπορεί να προκύψουν από τη διάδοση παραπληροφόρησης ή άλλου περιεχομένου …”.

Ρητά, οι ψηφιακές ομάδες θα πρέπει να προχωρήσουν πέρα από την καταπολέμηση του παράνομου περιεχομένου και να επικεντρωθούν σε “πληροφορίες που, ενώ δεν είναι παράνομες, συμβάλλουν στους συστημικούς κινδύνους που προσδιορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Οι πάροχοι θα πρέπει επομένως να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο με τον οποίο οι υπηρεσίες τους χρησιμοποιούνται για τη διάδοση ή την ενίσχυση παραπλανητικού ή παραπλανητικού περιεχομένου, συμπεριλαμβανομένης της παραπληροφόρησης.”

Ωστόσο, ο κανονισμός όχι μόνο υποχρεώνει την Google & Co. να αξιολογήσει τον “συστημικό κίνδυνο” που ελλοχεύει στα αποτελέσματα αναζήτησης, αλλά και να λάβει αποτελεσματικά “μέτρα μετριασμού του κινδύνου προσαρμοσμένα στους συγκεκριμένους συστημικούς κινδύνους που εντοπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26 …”.

Τα “αποτελεσματικά μέτρα” περιλαμβάνουν “την προσαρμογή του σχεδιασμού, των χαρακτηριστικών ή της λειτουργίας των υπηρεσιών τους”, “την προσαρμογή των αλγοριθμικών συστημάτων τους, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων συστάσεων” και στοχευμένα μέτρα “με στόχο τον περιορισμό ή την προσαρμογή της προβολής διαφημίσεων σε σχέση με την υπηρεσία που προσφέρουν”. Σε περίπτωση παραβάσεων, η Επιτροπή της ΕΕ μπορεί να επιβάλει στον εν λόγω ψηφιακό όμιλο δρακόντεια “πρόστιμα ύψους έως και 6% του συνολικού ετήσιου παγκόσμιου κύκλου εργασιών του κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος“.

Ο νόμος για τις ψηφιακές υπηρεσίες επικεντρώνεται λιγότερο σε μεμονωμένα μέτρα και περισσότερο στη δημιουργία μιας υποδομής για τη διερεύνηση, την παρακολούθηση και τη διακυβέρνηση του ψηφιακού χώρου ως τέτοιου. Η Επιτροπή της ΕΕ θέλει να “γνωρίζει”. Ως εκ τούτου, οι ψηφιακές εταιρείες πρέπει πλέον να αποκαλύπτουν τους αλγορίθμους τους, να παρέχουν όλα τα δεδομένα και, υπό την καθοδήγηση της Επιτροπής της ΕΕ, να συνεργάζονται συνεχώς για την ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών μεθόδων για την εξάλειψη των “συστημικών κινδύνων”.

Τα δεδομένα θα συγκεντρώνονται κεντρικά, ενώ ταυτόχρονα ένα ιεραρχικό σύστημα “συντονιστών” για κάθε κράτος μέλος θα διασφαλίζει την εθνική “επιβολή” της “αλήθειας”. Αυτοί οι “συντονιστές” διορίζουν με τη σειρά τους “σημαιοφόρους” από τις ενώσεις του ψηφιακού κλάδου με τους οποίους συνεργάζονται άμεσα. Απονέμουν επίσης τον τίτλο του “ελεγχόμενου ερευνητή” σε “ανεξάρτητα τρίτα μέρη”, τα οποία υποτίθεται ότι λαμβάνουν όχι μόνο ανώνυμα αλλά και προσωπικά δεδομένα χρηστών “σε πραγματικό χρόνο” από τις ψηφιακές εταιρείες “για να εντοπίζουν, να προσδιορίζουν και να κατανοούν συστημικούς κινδύνους”.

Εμπιστευόμαστε τους κολοσσούς του τομέα της πληροφορικής;

Επιχειρήσεις όπως οι Alphabet (Google, YouTube, Deepmind), Facebook, Twitter, Microsoft χρησιμοποιούν ως κεφάλαιο, τα προσωπικά δεδομένα του κάθε χρήστη. Λειτουργούν ως «συλλέκτες» στοιχείων και δεδομένων τα οποία στη συνέχεια, μεταπουλάνε σε διαφημιστικές εταιρείες και Big Data Alanysts -οι οποίοι με τη σειρά τους ενοικιάζουν σε άλλες εταιρείες που αποσκοπούν σε στοχευμένη διαφήμιση. Ουσιαστικά, αυτό που πολλοί βλέπουν σαν ένα δωρεάν προϊόν (email, chat, videoconferencing), είναι αυτό που κάνει αυτές τις εταιρείες να βγάζουν λεφτά.

Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Ήδη πριν από μερικά χρόνια, όταν ο Edward Snowden έκανε το αυτονόητο που θα έκανε ένας απλός πολίτης με απλές δημοκρατικές ευαισθησίες και αποκάλυψε με στοιχεία και δεδομένα ότι οι εταιρείες πληροφορικής συνεργάζονται ¨στενά¨ με τις μυστικές υπηρεσίες αρκετών κρατών, αυτό θα έπρεπε να χτυπήσει ήδη ένα «καμπανάκι» στους πολιτικούς της Ε.Ε. που τόσο ενδιαφέρονται για την ελευθερία της έκφρασης και τη διασφάλιση των προσωπικών δεδομένων.

Οι ιδιωτικές αυτές εταιρείες μάλιστα είχαν ήδη από τότε αναπτύξει το ανάλογο API(σύνδεσμος για εξωτερικές εφαρμογές) που επέτρεπε, για παράδειγμα, στην NSA να παρακολουθεί -ακόμα και σε πραγματικό χρόνο- υποτιθέμενες «κρυπτογραφημένες» συνομιλίες και κλήσεις με χρήση βίντεο.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι για παράδειγμα, η Ελληνική βάση δεδομένων για τους “εμβολιασμούς” κατά της Covid βρίσκεται στους cloud server της Amazon, ύστερα από συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ της εταιρείας και του δημοσίου, ύψους 200.000 ευρώ.

Το 2023 θα ξεκινήσει ένα άλλο πρόγραμμα της Ε.Ε., το Etias, όπου συμμετέχουν ερευνητικές ομάδες με μακροσκελή ονόματα και ασαφείς ιστότοπους, όπως το “Tresspass” και το “iBorderCtrl“, οι οποίες παρέχουν πληροφορίες για το πώς θα μπορούσε να γίνει στο μέλλον η αξιολόγηση των κινδύνων – επίσης με τη βοήθεια του Facebook και του Twitter. Ένας αλγόριθμος θα αποφασίζει για τον κίνδυνο που συνιστά ένα άτομο. Θα αποφασίζει σύντομα το Instagram ποιος επιτρέπεται να ταξιδέψει στην Ευρωπαϊκή Ένωση;

Εξουσίες έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση απροσδιόριστης κρίσης

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Σε περίπτωση “κρίσης”, όπως η „πανδημία“ Covid ή ο πόλεμος στην Ουκρανία, ενεργοποιείται ο “μηχανισμός ταχείας αντίδρασης”. Στην περίπτωση αυτή, το άρθρο 37 επιτρέπει στην Επιτροπή της ΕΕ να παρεμβαίνει άμεσα και να απαιτεί από τις ψηφιακές εταιρείες να προσδιορίσουν και να εφαρμόσουν αμέσως “ειδικά, αποτελεσματικά και αναλογικά μέτρα, όπως αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 37 παράγραφος 2”.

Το άρθρο 27 περιλαμβάνει τα προαναφερθέντα μέτρα “μετριασμού του κινδύνου”, όπως η προσαρμογή των αλγορίθμων αναζήτησης ή ο χλευασμός ενοχλητικών εκδοτών και δημοσιογράφων, το άρθρο 37 τη θέσπιση ειδικών “πρωτοκόλλων κρίσης” και άλλα μέτρα. Η λέξη “όπως” δεν είναι τυχαία σε αυτή τη διατύπωση: σε περίπτωση κρίσης, η Επιτροπή της ΕΕ μπορεί να απαιτήσει από τις ψηφιακές εταιρείες μέτρα “όπως” τα μέτρα που ήδη ορίζονται πολύ ευρέως στο νομικό κείμενο, αλλά και εντελώς διαφορετικά μέτρα που δεν ορίζονται.

Το τι πρέπει να θεωρείται “κρίση” παραμένει εντελώς απροσδιόριστο: “Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, κρίση θεωρείται ότι έχει εκδηλωθεί όταν εξαιρετικές περιστάσεις οδηγούν σε σοβαρή απειλή για τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία στην Ένωση ή σε σημαντικό τμήμα της”.

Ο Josep Borell, εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, καθιστά σαφή την υποκείμενη θεωρία:

Είναι πραγματικά προφανές ότι η πανδημία του ιού συνοδεύτηκε από μια πανδημία infodemic, μια πανδημία παραπληροφόρησης.

Η επιστημονική εικόνα του ιού μεταφέρεται έτσι στην κοινωνική ζωή. Ο Κώδικας και το Διάταγμα αναφέρονται επίσης αρκετές φορές στην “ιογενή” εξάπλωση της “παραπληροφόρησης” και κάνουν τη σύγκριση με την πανδημία. Η κρίση της Covid υποτίθεται ότι αποδεικνύει ότι οι γνώμες συμπεριφέρονται όπως οι ιοί. Ακριβώς όπως οι ιοί εισβάλλουν στο ανθρώπινο σώμα και το αρρωσταίνουν, έτσι και οι λανθασμένες σκέψεις και συμπεριφορές.

Όποιος έχει έρθει σε επαφή με την “παραπληροφόρηση” μεταφέρει τον “ιό του εγκεφάλου” και μολύνει άλλους ανθρώπους με αυτόν. Κατά συνέπεια, η κυβέρνηση πρέπει να φροντίζει όχι μόνο για τη “δημόσια υγεία” αλλά και για την “αλήθεια”. Οι ψευδείς γνώμες πρέπει να καταπολεμούνται με τον ίδιο τρόπο που καταπολεμούνται και οι ιοί, δηλαδή με την αποτροπή της πρώτης επαφής και την απομόνωση του μολυσμένου φορέα. Αυτό είναι το νόημα των νέων ψηφιακών νόμων της Ε.Ε.

Ακόμα και έρευνες γίνονται ήδη για ένα “εμβόλιο” κατά της ψυχικής ασθένειας της ψευδούς γνώμης. Σύμφωνα με μια κοινή μελέτη των πανεπιστημίων Cambridge και Yale, η επαφή με μια “εξασθενημένη δόση” της “ψευδούς πληροφορίας” μπορεί να δημιουργήσει “αντισώματα” στον αποδέκτη που ενισχύουν το (ψυχικό) ανοσοποιητικό σύστημα ενάντια σε “μελλοντικές μολύνσεις” με Fake News.

Ο Sander van der Linden, ο οποίος ηγείται του έργου στο “Social Decision-Making Lab” στο Cambridge, είναι επίσης συν-συγγραφέας μιας αντίστοιχης μελέτης του ΝΑΤΟ, η οποία παρουσιάστηκε στην “Ειδική Επιτροπή για την ξένη επιρροή σε όλες τις δημοκρατικές διαδικασίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση” τον Νοέμβριο του 2021. Η μελέτη καταλήγει στο εξής αξιοσημείωτο συμπέρασμα:

Τελικά, ο απώτερος στόχος του ψυχολογικού εμβολιασμού είναι η ανοσία αγέλης: ποιο ποσοστό μιας διαδικτυακής κοινότητας πρέπει να εμβολιαστεί, σε τί βαθμό και για πόσο χρονικό διάστημα, ώστε να επιτευχθεί επαρκής ανοσία;”. […] Υπολογιστικά μοντέλα που χρησιμοποιούν τα πειραματικά αποτελέσματα των μέτρων που περιγράφονται παραπάνω αναπτύσσονται για την προσομοίωση εκτιμήσεων σε επίπεδο πληθυσμού για την επίτευξη ψυχολογικής ανοσίας της αγέλης στην παραπληροφόρηση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αν αρκετοί άνθρωποι έχουν εμβολιαστεί και έχουν αναπτύξει ψυχολογικά αντισώματα, είναι λιγότερο πιθανό να διαδοθεί η παραπληροφόρηση.

Ελεύθερη έκφραση έναντι απαγορευμένης παραπληροφόρησης

Μπορεί να φαίνεται ότι συγχέουμε τους όρους “πληροφορία” και “έκφραση” εδώ. Στην πραγματικότητα, η Επιτροπή της ΕΕ προσπαθεί να διαχωρίσει σαφώς τα δύο αυτά ζητήματα. Από την άποψή τους, μια ιδέα όπως ότι οι εμβολιασμοί δεν προστατεύουν από την Covid δεν είναι “γνώμη” αλλά “παραπληροφόρηση” και πρέπει συνεπώς να “αφαιρεθεί”. Ο Josep Borrell συνοψίζει επίσης γενικά και αόριστα τη στάση της Επιτροπής της ΕΕ σε αυτό το θέμα:

Άλλο τα γεγονότα και άλλο οι απόψεις. Οι απόψεις είναι ελεύθερες, τα γεγονότα είναι γεγονότα.

Σύμφωνα με αυτό, μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα μόνο οι απόψεις που δεν ισχυρίζονται ότι αναφέρονται στην πραγματικότητα. Η σφαίρα της ελευθερίας ωθείται πίσω στη σφαίρα των υποκειμενικών ευαισθησιών. Η πραγματικότητα, από την άλλη πλευρά, ανήκει στην κρατικά εγκεκριμένη επιστήμη και στους βοηθούς της από την πολιτική και την ψηφιακή βιομηχανία. Παράγουν αδιαμφισβήτητες “πραγματικές ειδήσεις”. Επομένως, δεν μπορεί να υπάρχει ελευθερία σε όλα τα πράγματα για τα οποία η επίσημη, «κρατική» επιστήμη έχει κάτι να πει.

Αν υιοθετήσει κανείς αυτή την άποψη, η κατηγορία της λογοκρισίας φαίνεται ακατάλληλη και η ελευθερία της γνώμης συνεχίζει να επικρατεί, διότι αυτή η “ελευθερία της γνώμης” δεν επηρεάζεται καθόλου από τον νόμο για τις ψηφιακές υπηρεσίες. Μπορούμε ακόμα να πούμε: “Ο εμβολιασμός με φοβίζει”, ή: “Απεχθάνομαι τον πόλεμο”. Απλά δεν μπορούμε να πούμε “Οι εμβολιασμοί Covid κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό”, ή: “Η Ελληνική κυβέρνηση είναι εν μέρει υπεύθυνη για τον πόλεμο στην Ουκρανία”.

Το τίμημα της ελευθερίας

Ούτε το πρόβλημα είναι καινούργιο, το οποίο ο απεσταλμένος της ΕΕ για τις εξωτερικές υποθέσεις Josep Borrell περιγράφει ως εξής,

Η πληροφορία είναι η πρώτη ύλη της δημοκρατίας. Αν οι άνθρωποι δεν έχουν τις σωστές πληροφορίες, θα είναι δύσκολο να λάβουν τις σωστές αποφάσεις.

ούτε η λύση της Επιτροπής της ΕΕ. Ήδη από το 1920, ο Walter Lippmann, εφευρέτης του νεοφιλελευθερισμού και πρώην διευθυντής του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, εξηγούσε πώς, με την εμφάνιση της δημοκρατίας, η ανθρωπότητα, καλώς ή κακώς, συνδέθηκε με τη συλλογική πρόσληψη των γεγονότων. Ταυτόχρονα, όμως, ο κόσμος γίνεται όλο και πιο πολύπλοκος και έτσι η κοινή αλήθεια γίνεται όλο και λιγότερο «κοινή».

Ως λύση, ο Lippmann πρότεινε να προηγηθεί της διαδικασίας διαμόρφωσης γνώμης μια διεθνώς λειτουργούσα, κεντρικά οργανωμένη “υπηρεσία πληροφόρησης”, η οποία θα τροφοδοτούσε τα μέσα ενημέρωσης με αδιαμφισβήτητες πραγματικές ειδήσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, ο νόμος για την ψηφιακή υπηρεσία είναι απλώς το τελευταίο κεφάλαιο, προς το παρόν, μιας πολύ παλιάς αφήγησης στις φιλελεύθερες κοινωνίες σχετικά με τα όρια της ελευθερίας.

Από την εποχή του Lippmann, η τεχνολογία των πληροφοριών έχει προχωρήσει ραγδαία. Τα επιχειρήματα υπέρ ενός “Υπουργείου Αλήθειας” εναντίον του δεν έχουν κερδίσει τίποτα από τότε. Φυσικά, υπάρχει διαφορά μεταξύ της ελευθερίας της έκφρασης και της πραγματικής γνώσης. Ωστόσο, και τα δύο εξαρτώνται αμοιβαία. Κάθε πραγματική γνώση, πριν γίνει κατανοητή ως τέτοια, είναι πρώτα “μόνο” μια έκφραση άποψης. Επομένως, αν δεν επιτρέπεται να εκφράζονται απόψεις που δεν έχουν ακόμη βιώσει τη σχέση τους με την πραγματικότητα σε αυτή τη βάση, η επιστήμη μένει στάσιμη.

Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το μόνο πράγμα που έχει σημασία είναι να επιτραπεί στους “αναγνωρισμένους” επιστήμονες να συνεχίσουν να διατυπώνουν τις υποθέσεις τους. Όμως η ένσταση αυτή παραβλέπει τρία θεμελιώδη γεγονότα: Πρώτον, η επιστήμη ανέκαθεν προωθήθηκε από προσωπικότητες που όχι μόνο δεν ήταν “αναγνωρισμένες” τη στιγμή που εξέφραζαν τις “απόψεις” τους, αλλά συχνά θεωρούνταν ακόμη και “αιρετικοί”. Δεύτερον, η γνώμη των πολιτών δεν είναι ακόμη πραγματική γνώση, αλλά είναι ο εμπνευστής της. Στη δεκαετία του 1970, για παράδειγμα, η γερμανική κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η αντίθεση στην πυρηνική ενέργεια βασιζόταν στην “έλλειψη γνώσεων” του πληθυσμού. Πού θα βρισκόταν σήμερα η έρευνα για άλλες πηγές ενέργειας – χωρίς την αντίστοιχη διάδοση εκατομμυρίων “ψευδών ειδήσεων” από περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένους απλούς ανθρώπους; Επομένως, η ανάπτυξη της γνώσης σε μια κοινωνία δεν είναι σε καμία περίπτωση μόνο προς μια κατεύθυνση, για παράδειγμα με τη μορφή της διδασκαλίας του “απλού λαού” από τις ελίτ με γνώσεις. Νέες γνώσεις μπορεί να αποκτηθούν σε καθιερωμένα εξειδικευμένα ινστιτούτα – αλλά η ώθηση για την αντίστοιχη έρευνα σπάνια προέρχεται από εκεί. Ακόμα και οι αρχικά αβάσιμοι φόβοι, υποθέσεις και ισχυρισμοί πρέπει να είναι κατ’ αρχήν δυνατοί, αν δεν θέλουμε οι γνώσεις μιας κοινωνίας να παραμείνουν στο επίπεδο των τρεχουσών αποδείξεων. Και τρίτον, οι απαγορεύσεις της έκφρασης δεν σταματούν στις επιστήμες, αλλά το αντίθετο: οι απαγορεύσεις της έκφρασης ορίζουν στη συνέχεια τι είναι η “επιστήμη”, έτσι ώστε όλες οι άλλες να μην θεωρούνται πλέον ως τέτοιες.

Δεν συμβαίνει κάτι διαφορετικό με τα μέσα ενημέρωσης. Η άποψη ότι ο δημοσιογράφος πρέπει απλώς να αναπαράγει “τα γεγονότα” είναι στην πραγματικότητα μια περιπετειώδης φιλοσοφία που έχει δεχθεί κριτική το λιγότερο από τον Καντ. Δεν σχηματίζουμε μόνο τις απόψεις μας από τα γεγονότα, αλλά αναγνωρίζουμε και τα γεγονότα αντίστροφα μέσω των απόψεών μας. Με ποιους αυτόπτες μάρτυρες συνομιλεί ο δημοσιογράφος, ποιες δηλώσεις θεωρεί σχετικές ή ακούει, καθοδηγείται από τις αντιλήψεις του, οι οποίες είναι στοιχεία του ατομικά διαμορφωμένου εννοιολογικού του συστήματος και εξαρτώνται από την “κοσμοθεωρία” και τις απόψεις του.

Φυσικά, σε μια ελεύθερη κοινωνία υπάρχει ο θεμελιώδης κίνδυνος οι άνθρωποι να υποκύψουν σε πλάνες ή ψευδείς ισχυρισμούς και να υιοθετήσουν απόψεις που είναι επιβλαβείς για τους ίδιους ή τους άλλους.

Ωστόσο, αυτό το επιχείρημα κατά της ελευθερίας είναι επίσης τόσο παλιό όσο και η ιστορία των φιλελεύθερων δημοκρατικών κοινωνιών. Το ερώτημα είναι ακριβώς αν η κατάργηση της ελευθερίας για την προστασία «κάποιων» αντισταθμίζει τη ζημιά που προκαλείται στην κοινωνία κατά τη διαδικασία αυτή. Κατά την άποψή μας, δεν υπάρχει αμφιβολία για το ποια θα είναι αυτή η ισορροπία, για τους λόγους που αναφέρονται παραπάνω. Επομένως, θα πρέπει να αναζητήσουμε τη λύση προς την αντίθετη κατεύθυνση: μια ελεύθερη κοινωνία πρέπει να βασίζεται ριζικά στην κρίση του ατόμου, όχι επειδή είναι αλάνθαστη, αλλά επειδή μόνο έτσι μπορεί να αναπτυχθεί και να ανταποκρίνεται όλο και καλύτερα στην πραγματικότητα.

Αν, από την άλλη πλευρά, επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να στερηθούμε τη δύναμη της κρίσης μας από αρχές και ψηφιακές εταιρείες που προ-διαλέγουν την “αλήθεια” και το “ψέμα” για εμάς, αν αντικαταστήσουμε ακόμη και την εσωτερική εμπειρία των αποδείξεων με μια εξωτερική σάρωση προκαθορισμένων πλαισίων, τότε η δύναμη μέσα μας στην οποία βασίζεται κάθε ελευθερία και κάθε δημοκρατία, αλλά και η επιστημονική πρόοδος, θα πεθάνει.

Το κοινό ιδεώδες του Walter Lippmann και της Επιτροπής της ΕΕ αγνοεί τον πραγματικά υπαρκτό άνθρωπο. Εδώ, η προ-επιστημονική, ακόμη και προ-φιλοσοφική κατάσταση της συνείδησης ενός αφελούς ρεαλισμού μεταφέρεται σε μια τεχνοκρατική δομή – αντίληψη χωρίς έννοια, κρίση χωρίς κρινόμενο υποκείμενο, στάση χωρίς αυτοαποκτηθείσα αντίληψη.

Ωστόσο, η απερίσκεπτη παρατήρηση των εξωτερικών γεγονότων δεν παράγει ούτε αντικειμενική επιστήμη ούτε ουδέτερη πραγματική γνώση, αλλά μόνο μια υποκειμενικά διαμορφωμένη, καθοδηγούμενη από τα συμφέροντα μισή γνώση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αντικειμενικότητα και η ουδετερότητα είναι ανέφικτες. Αλλά δεν μπορούν ποτέ να κερδηθούν στα χαρακώματα της δικής μας “αλήθειας”, αλλά μόνο στο ανοιχτό πεδίο μάχης των διαφορετικών απόψεων. Το πεδίο δράσης τους δεν είναι ούτε η Επιτροπή της ΕΕ ούτε ο οργανισμός ελέγχου των γεγονότων, αλλά το άτομο που αγωνίζεται για τη γνώση στη συζήτησή του με τους άλλους, με το διάλογο – με άλλα λόγια, ακριβώς αυτά που η Επιτροπή της ΕΕ θέλει τώρα να εξαλείψει.

Επιστήμονες για την Υγεία και την Ελευθερία – 18.08.2022

Αφήστε μια απάντηση