Σ’ αυτή την κρύα σπηλιά πρώτα άρχισε να χτυπά η πλέον ζεστή καρδιά, που χτύπησε στη γη…

Προς ένα μελλοντικό προσκυνητή: Για το σπήλαιο της Βηθλεέμ – Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Ετοιμάζεσαι για ταξίδι στους Αγίους Τόπους του Κυρίου. Άκουσες, λες, την ομιλία του δεσπότη Νεκταρίου περί του προηγούμενου προσκυνηματικού ταξιδιού, οπότε αυτό σε ενθάρρυνε ακόμα περισσότερο να πραγματοποιήσεις τον αγαθό σκοπό σου. Όμως ήθελες ενόψει Χριστουγέννων ακόμα κάτι να μάθεις περί του σπηλαίου της Βηθλεέμ, τούτου του γήινου παλατιού του ουράνιου Βασιλιά.

Η πλέον δοξασμένη απ᾿ όλες τις σπηλιές στον κόσμο βρίσκεται στο τέλος της πόλης της Βηθλεέμ . Καλός δρόμος, λευκός σαν ύφασμα, οδηγεί τους προσκυνητές από τα Ιεροσόλυμα προς τη Βηθλεέμ. Όμως εμείς λίγη προσοχή δώσαμε στον δρόμο. Με τα μάτια κοιτούσαμε τον δρόμο, ενώ με τις σκέψεις σκεφτόμασταν περί εκείνης της ιερής σπηλιάς. Γύρω μας πέτρινοι σωροί, γύρω από τον δρόμο κάτι λίγες πρασινάδες, λίγα αμπέλια, μερικοί κήποι με ελαιόδεντρα, που και που κάποιος αγρός με σιτάρι, αλλά κυρίως πέτρες. Όμως δεν μας νοιάζει. Τα μάτια μας κοιτάζουν όλα αυτά επιφανειακά, ενώ η ψυχή μας προσδοκά να δει εκείνη την αγαπητή σπηλιά.

Περνάμε δίπλα από τη μονή του Αγίου Ηλία, όπου οι σοφοί της ανατολής πέρασαν τη νύχτα κατά την επιστροφή τους από τη Βηθλεέμ, και όπου έλαβαν σημάδι από τον ουρανό, να μην πάνε στον Ηρώδη αλλά να γυρίσουν από άλλο δρόμο για την πατρίδα τους.

Μπαίνουμε στη Βηθλεέμ, στη Μπετλεχέμ, που σημαίνει «ο Οίκος του άρτου». Μυστηριώδης και πολυσήμαντη ονομασία της πόλης, όπου γεννήθηκε Εκείνος ο οποίος είπε για τον εαυτό Του: «Εγώ ειμι ο άρτος της ζωής» (Ιωάν. στ΄ : 35). Η πόλη αραβική. Παντού Άραβες μόνο κάπου κάπου κάποιος Έλληνας ή Εβραίος. Πολλοί μιλούν και ρωσικά· έμαθαν λόγω των χιλιάδων και χιλιάδων Ρώσων προσκυνητών, που έρχονταν εδώ. Οι δικοί μας μιλούν μαζί τους σέρβικα, και κάπως συνεννοούνται. Μας περικυκλώνουν, μας προσφέρουν τα κομπολόγια, τις εικόνες, τους μικρούς σεντεφένιους σταυρούς, και διάφορα πράγματα φτιαγμένα από ξύλο ελιάς. Αυτά πωλούν, απ᾿ αυτό ζούν. Κι έτσι ολόκληρη πόλη ζει από τον Χριστό, και αυτό όχι πρόσφατα αλλά από πριν πολλούς αιώνες. Όμως όλα αυτά προς το παρόν λίγο μας ενδιαφέρουν, τα μάτια μας επιζητούν εκείνη την ένδοξη σπηλιά. Που είναι το άγιο σπήλαιο, ρωτάμε; Μας οδηγούν σε μακριά οδό, και μας εισάγουν στην ευρεία εκκλησία με πολλές, πολλές μαρμάρινες κολόνες. Εδώ είναι, λοιπόν, το σπήλαιο μέσα σε τούτη την εκκλησία. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ανέγειρε αυτή τη μεγάλη εκκλησία πάνω από το σπήλαιο μισή χιλιετία μετά από τη Γέννηση του Χριστού.

Κατεβαίνουμε μερικά σκαλιά κάτω από το πάτωμα της εκκλησίας, στη σπηλιά. Η καρδιά μας τρεμοπαίζει και καίγεται. Σ’ αυτή την κρύα σπηλιά πρώτα άρχισε να χτυπά η πλέον ζεστή καρδιά, που χτύπησε στη γη. Κάθε κτύπος τούτης της καρδιάς σήμαινε αγάπη και μόνο αγάπη προς το γένος των ανθρώπων. Δεξιά ένα ιερό με πολλά χρυσά και ασημένια κανδήλια. Εκεί γεννήθηκε Αυτός, από την πεντακάθαρη Παρθένο Μαρία. Αριστερά άλλο ιερό, πάλι με πολλά κανδήλια. Εκεί ήταν η φάτνη και εκεί Αυτός κείτονταν στα φασκιά, στα άχυρα, στη φάτνη.

Πολλοί από τους προσκυνητές μας άρχισαν να κλαίνε από συγκίνηση. Είπε ο Θεός μέσα από τον προφήτη: «Και αφελώ την καρδίαν σαρκίνην» ( Ιεζ. 36:26). Σ᾿ αυτή τη σπηλιά -εάν όχι οπουδήποτε αλλού- η λίθινη καρδιά γίνεται μαλακή σαν θερμαινόμενο κερί. Η σπηλιά από μόνη της είναι στενάχωρη και σκοτεινή. Στους Αγίους Τόπους υπάρχουν πολλές πιο ευρύχωρες και ωραιότερες σπηλιές. Υπάρχουν ευχάριστες για ζώα, υπάρχουν άλλες όπου κατοικούν άνθρωποι, υπάρχουν πάλι κάποιες που χρησίμευαν για τάφους. Όμως ο Υιός του Θεού, ο Φιλάνθρωπος, κατεβαίνοντας από τον θρόνο της αιώνιας λαμπρότητας στη γη, δεν επέλεξε ούτε από τις σπηλιές την κάλλιστη, τη φωτεινότατη και την πλέον ευχάριστή.

Ω πόση ταπεινοφροσύνη! Πόση ταπείνωση για μας! Γι᾿αυτό πέφτουμε στα γόνατα, όλοι, και κάνουμε μετάνοιες μπροστά Του, στον αιώνιο Νού και στην αιώνια Αγάπη. Και οι ψυχές μας υψώνονται απ᾿ αυτή τη σπηλιά προς Εκείνον, τον Βασιλιά του ουρανού και της γης, τον Νικητή της αμαρτίας και του θανάτου. Εξάλου, τι είναι για μας η σπηλιά Του παρά ράπισμα στη ματαιοδοξία μας και μόνιμος μάρτυρας του μεγαλείου Του; Αυτός, αναστημένος και ζωντανός Κύριος μαζί με μας ταξιδεύει αόρατα, σαν κάποτε με τους δυό μαθητές Του στους Εμμαούς. Και εμείς αισθανόμαστε την παρουσία Του, και χαιρόμαστε σε κάθε βήμα.

Όταν ψάλαμε το τροπάριο των Χριστουγέννων, φώναξε ένας προσκυνητής: «Ο Χριστός γεννήθηκε»! Και εμείς όλοι: «Αληθώς γεννήθηκε»! Και ήχησε όλη η σπηλιά σαν μεγάλη καμπάνα. Ύστερα βγήκαμε και πήγαμε να επισκεφθούμε τον Έληνα Μητροπολίτη, και ύστερα παρά κάτω. Όμως η ψυχή μας παρέμεινε στο άγιο Σπήλαιο, και το άγιο Σπήλαιο στην ψυχή έως την σήμερον ημέρα.

Από το βιβλίο: «Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται…», Ιεραποστολικές επιστολές Α΄ Εκδόσεις «Εν πλω»

iconandlight

simeiakairwn

Αφήστε μια απάντηση