Περί «παραλλήλων ἐπισκόπων» καί ἄλλων συγχρόνων ἐκκλησιολογικῶν πλανῶν

Φωτογραφία : Άγιοι με άφθαρτα λείψανα (Ιωάννης Μαξίμοβιτς και Φιλάρετος) αναγνωρίζουν τους Παλαιοημερολογίτες Επισκόπους. Ο π. Ευγένιος από την Καστανούσσα, όχι. Διαλέξτε με ποιον συμφωνείτε. http://krufo-sxoleio.blogspot.com/2018/12/blog-post_52.html

Τοῦ Δημητρίου Χατζηνικολάου, Ἀναπληρωτοῦ Καθηγητοῦ Οἰκονομικῶν τοῦ Παν/μίου Ἰωαννίνων

 

  1. Εἰσαγωγή

 

Ὡς γνωστόν, αἱ διάφοροι συκοφαντίαι κατά τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου (π.ἑ.), αἱ ὁποῖαι  ἐκτοξεύονται πανταχόθεν, κυρίως ἐκ μέρους τῶν Οἰκουμενιστῶν (=Σατανιστῶν), οὐδέποτε ἔχουν ἐκλείψει ἀπό τό 1924 καί ἐντεῦθεν. «Οἱ Παλαιοημερολογῖται ἀνήγαγον τό Ἰουλιανόν Ἡμερολόγιον εἰς δόγμα πίστεως, ἑπομένως εἶναι χρονολάτραι καί σχισματικοί!», κραυγάζουν ψευδῶς τά ἀπύλωτα στόματα τῶν Οἰκουμενιστῶν καί τῶν συνηγόρων των, ὅπως τοῦ ἀλήστου μνήμης π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ κ.ἄ.

Οἱ νεο-αποτειχισμένοι, οἱ ὁποῖοι ἐνεφανίσθησαν εἰς τό προσκήνιον κυρίως μετά τήν ψευδοσύνοδον τοῦ Κολυμβαρίου (2016), ὅπως ὁ π. Εὐγένιος, ὁ π. Σάββας Λαυριώτης κ.ἄ., υἱοθετοῦν καί διαδίδουν μίαν ἄλλην διαστροφήν τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί τοῦ Πνεύματος τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἤτοι ὅτι μέ τήν χειροτονίαν νέων ἐπισκόπων τό 1935, οἱ Ὀρθόδοξοι τοῦ π.ἑ. ἐδημιούργησαν σχίσμα εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος! Βλ. λ.χ. https://www.youtube.com/watch?v=Vn-0OZU7DW4 . Ἐξ ὅσων γνωρίζω, ὁ εἰσηγητής αὐτῆς τῆς διαστροφῆς εἶναι ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς.[1] Πρός «ἐπίρρωσίν» της, ἐπικαλοῦνται τούς ἱερούς κανόνας πού ἀπαγορεύουν τήν χειροτονίαν ἐπισκόπου εἰς ἐπισκοπήν ὅπου ὑπάρχει ἤδη ἄλλος ἐπίσκοπος. Βλ. λ.χ. τόν Η’ Κανόνα τῆς Α’ Οἰκ. Συνόδου καί τόν ΙΣΤ’ τῆς Πρωτοδευτέρας. Βεβαίως, οἱ ἱεροί αὐτοί κανόνες πρέπει νά τηρῶνται ἀπαρασαλεύτως ὅταν ὑπάρχῃ εἰρήνη εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί οἱ ἤδη ὑπάρχοντες ἐπίσκοποι εἶναι Ὀρθόδοξοι. Ὅταν, ὅμως, ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἐπίσκοπος μίας ἐπαρχίας εἶναι αἱρετικός, δηλαδή «λύκος βαρύς πού κατασπαράσσει τό ποίμνιόν του», τότε εἶναι αὐτονόητον ὅτι ὄχι μόνον ἐπιτρέπεται, ἀλλά καί ἐπιβάλλεται νά τοποθετηθῇ Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος εἰς τήν θέσιν του! Ἐάν μάλιστα ἡ Διοικοῦσα Ἱεραρχία ἀδιαφορῇ ἤ εἶναι καί αὐτή αἱρετική, ἡ δέ πολιτική ἀρχή ὀρθοδοξῇ, τότε πρέπει νά ἐκδιώκεται ὁλότελα ὁ αἱρετικός «ἐπίσκοπος»! Ὡς θά ἴδωμεν κατωτέρω, αὐτό εἶναι τό Πνεῦμα τῶν ἱερῶν κανόνων καί αὐτό ἐφήρμοζον ἀνέκαθεν οἱ Ὀρθόδοξοι. Βεβαίως, ἡ ὡς ἄνω διαστροφή ἔχει ἤδη ἀναιρεθῆ ἀπό τόν κ. Ν. Μάννην κ.ἄ. (http://krufo-sxoleio.blogspot.com/2018/12/blog-post_52.html), ἀλλά νομίζω ὅτι τά ὅσα ἀκολουθοῦν ἀποτελοῦν ἀναγκαῖον συμπλήρωμα προηγουμένων ἄρθρων καί ἐπιστολῶν.

  1. Ἱστορικόν ὑπόβαθρον

Ἀπό τό 1924 καί ἐντεῦθεν ἡ Διοικοῦσα Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι (ἐν δυνάμει) σχισματική καί αἱρετική, καί, ὡς ἐκ τούτου, εἶναι ὑπόδικος ἐνώπιον Πανορθοδόξου Συνόδου διά καθαίρεσιν καί ἀναθεματισμόν. Διότι, πρῶτον, μέ τήν εἰσαγωγήν τοῦ καταδικασθέντος ὑπό τριῶν Πανορθοδόξων Συνόδων (1583, 1587 καί 1593) νέου ἑορτολογίου (ν.ἑ.) διέσπασε τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί, δεύτερον, τό ἔκαμε χάριν τῆς προωθήσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Προϊόντος δέ τοῦ χρόνου, ὑπέπεσε εἰς πέντε ἀκόμη αἱρέσεις, ἤτοι Σεργιανισμόν, Οὐνιτισμόν (ἀπό 7-12-1965, ὅταν ἔγινεν ἐπισήμως «ἄρσις τῆς ἀκοινωνησίας» μέ τόν «πάπαν»), Νεο-εικονομαχίαν, Νεο-αρειανισμόν, καθώς καί τήν αἵρεσιν τοῦ «ὁ θάνατός σου ἡ ζωή μου», μέ τά «ἐμβόλια», τά ὁποῖα παρεσκευάσθησαν μέ κυτταρικάς σειράς φονευθέντων ἐπί τῷ σκοπῷ αὐτῷ ἐμβρύων καί διά τά ὁποῖα κραυγάζουν τινές ψευδεπίσκοποι τοῦ ν.ἑ. ὅτι ὅσοι δέν τά δέχονται εἶναι «ναζί», «ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ» καί «ἐκτός Ἐκκλησίας»! Ἐπιπλέον, ἡ Διοικοῦσα Ἱεραρχία εὑρίσκεται καί εἰς πολλά σχίσματα, ἤτοι Ἑορτολογικόν, Αὐστραλιανόν, Οὐκρανικόν, «ἐμβολιαστικόν» κ.ἄ., σύρουσα εἰς τόν ὄλεθρον καί τόν ἀκατήχητον λαόν. Ἐν ἀγαστῇ δέ συνεργασίᾳ μέ τόν ἀντίχριστον Καίσαρα, ἐδίωξε καί διώκει τούς Ὀρθοδόξους τοῦ π.ἑ. μέ ἐξορίας, καταδίκας «ἐπί ἀντιποιήσει ἀρχῆς», ἀποσχηματισμούς, σφράγισμα τῶν ναῶν των, δημεύσεις τῆς περιουσίας των κ.λπ., φθάσασα εἰς τό ἔσχατον σημεῖον νά τούς δολοφονῇ, ὅπως τήν νεο-μάρτυρα Ἁγίαν Αἰκατερίνην Ρούτη (+1927). Ἡ δέ ὑπόλοιπος (μασσωνοκρατουμένη) «Ὀρθοδοξία» συμπλέει σιωπηρῶς μέ τούς αἱρετικούς διώκτας, οἱ ὁποῖοι ἐπιβάλλουν διά πυρός καί σιδήρου τόν Οἰκουμενισμόν καί τά ὑπόλοιπα σατανικά κατασκευάσματα.

Εἰς πρῶτον στάδιον, στόχος των εἶναι ἡ πλήρης ὑποταγή τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τόν Παπισμόν. Ὁ στόχος αὐτός κατέστη φανερός μέ τήν περίφημον Ἐγκύκλιον τοῦ 1902 τοῦ μασσώνου «πατριάρχου» Ἰωακείμ Γ’, ἡ ὁποία ὁμιλεῖ διά προσέγγισιν καί ἕνωσιν μέ τάς δύο μεγάλας «ἀναδενδράδας τοῦ Χριστιανισμοῦ», τόν Παπισμόν καί τόν Προτεσταντισμόν. Κατέστη ἐπίσης φανερός ἀπό δηλώσεις, συνέδρια, ἄρθρα καί βιβλία τῶν Οἰκουμενιστῶν. Χάριν παραδείγματος, ἰδού τί ἔγραψεν τό 1922, δύο ἔτη πρό τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ ν.ἑ., ὁ Μητροπολίτης Βιζύης Ἄνθιμος: «ὅτι διά τοῦ ζητήματος τοῦ Ἡμερολογίου, ἐπιτυγχανομένης τῆς ἑνοποιήσεως αὐτοῦ, θέλει ἀναμφισβητήτως ἐπιτελεσθῆ τό πρῶτον σπουδαῖον βῆμα πρός ἐπίτευξιν τῆς μελετωμένης καί ὑπό τῶν πραγμάτων ἐπιτακτικῶς ἐπιβαλλομένης Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν».[2] Τά σατανικά αὐτά σχέδια τῶν Οἰκουμενιστῶν ἦσαν γνωστά τό 1935 εἰς τούς τρεῖς ἀποτειχισθέντας Ἐπισκόπους, ἤτοι τούς πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομον, Δημητριάδος Γερμανόν καί Ζακύνθου Χρυσόστομον, ὅπως πληροφορούμεθα ἀπό τά κείμενα τοῦ πρώτου ἐξ αὐτῶν, λ.χ.: «Ἀλλ’ Αὕτη [σ.σ. ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία] πάντοτε ἀπέκρουε τό Γρηγοριανόν ἡμερολόγιον ὡς μίαν καινοτομίαν τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, ἀσυμβίβαστον πρός τάς παραδόσεις τῶν 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί ὡς μίαν προσπάθειαν ταύτης, ὅπως ὑπαγάγῃ ὑπό τήν ἀπολυταρχικήν κυριαρχίαν τοῦ Πάπα καί τήν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν».[3]

Προφανῶς, ἡ ἐπέλασις τοῦ Παπισμοῦ-Οἰκουμενισμοῦ τό 1924 καί ὁ διωγμός τῆς Ἐκκλησίας πού ἠκολούθησεν δέν ἀντιμετωπίζονται μέ ὁμιλίας, συνάξεις καί ἀρθρογραφίαν, ἀλλ’ ἀπαιτεῖται ὠργανωμένη δυναμική ἀντίδρασις τῶν Ὀρθοδόξων ὑπό τό φῶς τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Δέν ἦτο δυνατόν νά εἰρηνεύσῃ ἡ Ἐκκλησία μετά τήν πραξικοπηματικήν ἐπιβολήν τοῦ ν.ἑ., ἐφόσον ἡ παγκόσμιος «Ὀρθοδοξία» συνέπραττε σιωπηρῶς μετά τῶν διωκτῶν, κυρίως διά τῆς ἐκκωφαντικῆς παραλείψεώς της νά συγκαλέσῃ Πανορθόδοξον Σύνοδον πρός διευθέτησιν τοῦ ζητήματος. Ἑπομένως, ἐπεβάλλετο οἱ τρεῖς ἀποτειχισθέντες Ἐπίσκοποι νά χειροτονήσουν νέους Ἐπισκόπους, τόσον διά τάς ἀνάγκας τοῦ ποιμνίου των, τό ὁποῖον ἀπετελεῖτο τότε ἀπό 800 περίπου παραρτήματα ἀνά τήν Ἑλλάδα μέ πλέον τοῦ ἑνός ἑκατομμυρίου πιστούς,[4] ὅσον καί διά τήν συνέχειαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐνστάσεως (τήν διαδοχήν των). Ἡ πρᾶξις των αὐτή οὐδόλως ἐσήμαινεν ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι τοῦ π.ἑ. ἵδρυσαν τήν «ἰδικήν των Ἐκκλησίαν εἰς τήν Ἑλλάδα», ὅπως ἰσχυρίζονται ἐσφαλμένως οἱ ὡς ἄνω πατέρες, λέγοντες μάλιστα καί τό ἄτοπον σόφισμα, ὅτι ἡ χειροτονία νέων Ἐπισκόπων τό 1935 ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ π.ἑ. ὁμοιάζει δῆθεν μέ τήν ἐγκατάλειψιν τῆς Ἑλλάδος μετά τήν ἐπέλασιν τῶν κατακτητῶν![5] Ὁ Ὁμολογητής καί Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης (1955+) ἐτόνιζεν εἰς τά κείμενά του ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι τοῦ π.ἑ. δέν ἀποτελοῦν ἰδιαιτέραν Ἐκκλησίαν εἰς τήν Ἑλλάδα, ἀλλ’ εἶναι ἡ φρουρά, ἥτις θ’ ἀγωνισθῇ διά νά ἐπαναφέρῃ τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος εἰς τόν θριγκόν τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἀπ’ ὅπου ἐξέκλινε.[6] Μέχρι δέ καί τήν κοίμησίν του, ὑπέγραφεν ὄχι ὡς «Ἀρχιεπίσκοπος τῶν ΓΟΧ», ἀλλ’ ὡς «πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος». Ἑπομένως, δέν θ’ ἀνεχθῇ ποτέ Ὀρθόδοξος ψυχή τήν δεινήν συκοφαντίαν ὅτι ὁ μέγας αὐτός Ὁμολογητής Ἅγιος τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἦτο δῆθεν δημιουργός σχίσματος!

  1. Οἱ ἱεροί κανόνες ἑρμηνευόμενοι ὑπό τό φῶς τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως

Ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν τήν ὡς ἄνω περιγραφεῖσαν (λίαν συντόμως) κατάστασιν αἱρέσεως καί διωγμοῦ πού ἐπεκράτει εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος κατά τό χρονικόν διάστημα 1924-1935, ἄς ἐξετάσωμεν ἐάν αἱ ἐν λόγῳ χειροτονίαι τοῦ 1935 ἦσαν ἤ ὄχι σύμφωνοι μέ τήν Ἱεράν Παράδοσιν. Κατ’ ἀρχάς, τονίζομεν δύο τινά: (1) ὅπως ἔλεγεν ὁ ἀείμνηστος π. Γεώργιος Μεταλληνός (+2019), προκειμένου νά ἑρμηνευθῇ ὀρθῶς ἕν ἱστορικόν γεγονός, θά πρέπῃ νά μεταφερθῶμεν νοερῶς εἰς τόν χρόνον καί τήν κατάστασιν πού ἐπεκράτει ὅταν ἔλαβε χώραν τό ἐν λόγῳ γεγονός· καί (2) ὅπως γράφει ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων (1641 – 1707) εἰς τήν Δωδεκάβιβλον,[7] τά «παρά Κανόνας» καί τά «παρ’ ἐνορίαν» γινόμενα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ εἶναι μέν κατακριτέα ὅταν πράττωνται ἀπό ἀρχομανίαν, φιλοχρηματίαν, ὑπερηφάνειαν, κενοδοξίαν κ.λπ., ἀλλ’ εἶναι ἐπαινετά ὅταν πράττωνται οἰκονομικῶς ἐπ’ ὠφελείᾳ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως λ.χ. ἐν καιρῷ ἀνάγκης καί διωγμοῦ Της. Ὑπό τοιαύτας συνθήκας, ἀσφαλῶς δέν ἐμποδίζουν οἱ σχετικοί κανόνες τάς ἐν λόγῳ πράξεις, τάς ὁποίας ὑπό κανονικάς συνθήκας ρητῶς ἀπαγορεύουν. Πρός ἐπίρρωσιν αὐτοῦ τοῦ ἰσχυρισμοῦ, ὁ Δοσίθεος ἀναφέρει πολλά παραδείγματα μεγάλων ἁγίων πού ἐνήργησαν «παρά Κανόνας» καί «παρ’ ἐνορίαν» πρός ὠφέλειαν τῆς Ἐκκλησίας.

Χάριν παραδείγματος, γράφει: «Σημείωσαι ὅτι ὁ Ἀντιοχείας Μελέτιος, καί οἱ τότε Ἐπίσκοποι οἱ μεταθέντες τόν ἅγιον Γρηγόριον εἰς Κωνσταντινούπολιν, τόν Κανόνα τόν κωλύοντα τήν μετάθεσιν [σ.σ. 15ον τῆς Α’ Οἰκ. Συνόδου] ἐγίνωσκον ὅτι ἐποίησαν αὐτόν οἱ πατέρες διά τούς ὑπερηφάνους, τούς διά κενοδοξίαν πηδῶντας ἀπό θρόνου εἰς θρόνον … οὐ μήν ὁ Κανών ἐμποδίζει καί τά οἰκονομικῶς καί ἐπ’ ὠφελείᾳ τῆς Ἐκκλησίας γινόμενα, διά τοῦτο εἶπον τινές γλαφυρώτερον, ὅτι ὁ Κανών τήν μετάβασιν τήν οὖσαν ἐπιβατικήν δηλονότι, καί οὐ τήν μετάθεσιν τήν οὖσαν διά χρείαν ἀναγκαίαν ἐκώλυσεν … καί ὁ θεῖος Ἀθανάσιος, Εὐσέβιος καί Βασίλειος ἐχειροτόνησαν παρ’ ἐνορίαν, καί δή καί ὁ Ἐπιφάνιος εἰς Κωνσταντινούπολιν, καί εἰς Ἱεροσόλυμα τόν ἀδελφόν τοῦ Ἱερωνύμου» (Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ., Τόμος 2, σελ. 16-19, Βιβλίον Γ’, Κεφάλαιον Β’, Παράγραφος Γ’, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος). Ἐπίσης, γράφει: «Σημείωσαι πρῶτον, ὅτι τό παρ’ ἐνορίαν ἐνεργεῖν παράνομόν ἐστίν, ὅθεν ὁ μέγας Βασίλειος, καίτοι σοφώτατος καί ἁγιώτατος ὤν, γνώμην ὅμως ἀπαιτεῖ παρά τοῦ ἱεροῦ Εὐσεβίου, εἰ ἀπροσκριμάτιστόν ἐστι χειροτονεῖν εἰς ἀλλοτρίαν Ἐπαρχίαν ἐν ὥρα ἀνάγκης· δεύτερον, ὅτι δίκαιον ὑπάρχει ἐν ὥρα ἀνάγκης βοηθεῖν ταῖς πολεμουμέναις ἤ θλιβομέναις Ἐκκλησίαις, καί χειροτονεῖν ἐν αὐταῖς Ἐπισκόπους καί Πρεσβυτέρους, καί σχεδόν ἐνεργεῖν ἐν αὐταῖς ὡς ἴδιοι Ἐπίσκοποι, ὡς ἐποίησαν οἱ ἅγιοι Εὐσέβιος καί Ἀθανάσιος» (Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ., Τόμος 1, σελ. 500-502, Βιβλίον Β’, Κεφ. ΙΘ’, Παρ. Α’ – ΣΤ’, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος). Ἀλλά καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος προέβη εἰς πολλάς ὑπερορίους καθαιρέσεις καί χειροτονίας Ἐπισκόπων καί, ἐνῷ κατηγορήθη διά τοῦτο, ἐν τούτοις, ἀργότερον, ἡ Δ’ Οἰκ. Σύνοδος δέν τόν κατέκρινε (Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ., Τόμος 2, σελ. 53-54, Βιβλίον Γ’, Κεφ. Δ’, Παρ. Ζ’, καί Πηδάλιον, ὑποσ. 1 εἰς τήν ἑρμηνείαν τοῦ 28ου Κανόνος τῆς Δ’, σελ. 207).[8]

Ὁ Δοσίθεος, λοιπόν, τονίζει εἰς πολλά σημεῖα ὅτι ἐν καιρῷ διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί γενικῶς ὅταν ἐπρόκειτο διά ὠφέλειάν Της, ἐγίνοντο πολλαί ὑπερόριοι χειροτονίαι καί ἄλλαι εἰσπηδήσεις εἰς ἀλλοτρίας ἐπαρχίας. Ὅπως σημειώνει ὁ Σωκράτης, «τοῦτο γάρ πρότερον διά τούς διωγμούς ἐγίνετο ἀδιαφόρως» (Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Βιβλίον V, Κεφ. Η’, Patrologia Graeca 67, σελ. 576-580, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος). Ὅταν, ὅμως, ἐπῆλθεν εἰρήνη, ἡ Β’ Οἰκ. Σύνοδος, διά τοῦ 2ου αὐτῆς Κανόνος, ἀπηγόρευσεν τοιαύτας πράξεις (βλ. λ.χ. Δωδεκάβιβλον, ἔ.ἀ., Τόμος 2, σελ. 44-46, Βιβλίον Γ’, Κεφ. Δ’). Ἀλλ’ ὅταν ὑπάρχῃ «εὔλογος αἰτία», αἱ «παρά Κανόνας» πράξεις εἶναι σύμφωνοι μέ τό Πνεῦμα του 14ου Ἀπ. Κανόνος, τοῦ ὁποίου τό θέμα εἶναι αἱ μεταθέσεις Ἐπισκόπων.

Βλέπομεν, λοιπόν, ὅτι, κατά τήν Ἱεράν Παράδοσιν, ἐν καιρῷ εἰρήνης τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἱεροί Κανόνες δέον ὅπως τηρῶνται ἀπαρεγκλίτως, ἐνῷ ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, αἱ «παραβιάσεις» ἱερῶν Κανόνων, ὅταν αὐταί στοχεύουν πρός ὠφέλειάν Της, δέν πρέπει νά κατακρίνωνται, κατά τό γνωστόν «ἐξ ἀνάγκης καὶ νὸμου μετάθεσις γίνεται» (Ἑβρ. 7:12). Ἐνίοτε, μάλιστα, ὡς θά ἴδωμεν κατωτέρω, ἐπαινῶνται! Αὐτή εἶναι ἡ ἱερά Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῷ ἡ ὡς ἄνω διαστροφή καί κατηγορία ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ π.ἑ., τήν ὁποίαν διαδίδουν εὐθαρσῶς οἱ κατά τά ἄλλα ἀγαπητοί καί σεβαστοί πατέρες, εἶναι ἀντιευαγγελική, ἀντιπαραδοσιακή, νομικιστική, τυπολατρική καί ἐν τέλει αἱρετική, θυμίζει δέ τήν κατηγορίαν τῶν Ἰουδαίων κατά τοῦ Κυρίου, ἐπειδή Ἐκεῖνος ἐθεράπευεν ἀσθενεῖς τό Σάββατον!

 

  1. Τά περί «παραλλήλων ἐπισκόπων»

Εἰς τό θέμα τῶν «παραλλήλων ἐπισκόπων», οἱ ὡς ἄνω πατέρες ἔχουν ὡς ἀφετηρίαν τόν ἐσφαλμένον ἰσχυρισμόν ὅτι δέν ἔχει ὑπάρξει ποτέ εἰς τήν πρό τοῦ 1935 ἐποχήν τοιοῦτον φαινόμενον (βλ. καί π. Ε. Τρικαμηνᾶ, ἔ.ἀ., σελ. 248). Εἰς τό πολυσυζητηθέν θέμα τοῦ Εὐαγρίου καί τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ὡς «παραλλήλων ἐπισκόπων» τοῦ Ἀρειανοῦ Δημοφίλου εἰς τόν θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ π. Εὐγένιος λέγει ὅτι ἐφόσον ὁ Δημόφιλος εἶχε καθαιρεθῆ ἀπό τήν ἐν Ἀριμίνῳ Σύνοδον (359 μ.Χ.), ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό ἔτος 370, ὅταν ὁ Ἀντιοχείας Μέγας Εὐστάθιος ἐχειροτόνησε τόν Εὐάγριον, θά πρέπῃ, ἐξ Ὀρθοδόξου ἐπόψεως, νά θεωρηθῇ ὅτι διετέλει ἐν χηρείᾳ, παρά τό γεγονός ὅτι ὁ Δημόφιλος εἶχεν ἀποκατασταθῆ ἀπό τήν ἐν Νίκῃ τῆς Θράκης «κακότροπον» Σύνοδον, καί παρά τό γεγονός ὅτι τό 370 μ.Χ., πρίν ἀπό τήν χειροτονίαν τοῦ Εὐαγρίου, οἱ Ἀρειανοί τόν ἐχειροτόνησαν πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως. Τά μέν γεγονότα εἶναι αὐτά πού περιγράφει ὁ π. Εὐγένιος (Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ., Τόμ. 1, σελ. 419-420, 454-455 καί 477-478), τό δέ συμπέρασμά του εἶναι ἐσφαλμένον διά τούς ἑξῆς δύο λόγους.

Πρῶτον, δέν δύναται νά θεωρηθῇ ἄκυρος ἡ χειροτονία τοῦ Δημοφίλου τό 370, καί ἑπομένως οὔτε ἐν χηρείᾳ ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά τήν περίοδον 370-380, διότι «ἀρχαῖον ἦν τό δέχεσθαι τούς ἀπό Αἱρετικῶν χειροτονηθέντας» (Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ., Τόμ. 1, σελ. 317). Ἐξ ἄλλου, παρά τήν καταδίκην τοῦ Ἀρειανισμοῦ ὑπό τῆς Α’ Οἰκ. Συνόδου (325 μ.Χ.), τό Τριαδικόν Δόγμα δέν εἶχε πλήρως ἀποσαφηνισθῆ πρίν ἀπό τήν Β’ Οἰκ. Σύνοδον (381), λόγῳ τῶν πολλῶν παραλλαγῶν τοῦ Ἀρειανισμοῦ πού εἶχον ἐμφανισθῆ («Ὅμοιοι», «Ἀνόμοιοι», «Ὁμοιούσιοι», «μιᾶς Ὑποστάσεως», «Μακεδονιανοί» κ.ἄ.). Δεύτερον, ἐάν τό 380 ὁ Δημόφιλος ἐθεωρεῖτο ὄντως καθῃρημένος, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ π. Εὐγένιος, ὁ Αὐτοκράτωρ καί Ἅγιος Θεοδόσιος, ὁ ὁποῖος ἐξεδίωξε τόν Δημόφιλον ἐπειδή ἦτο αἱρετικός, δέν θά ἐπεκαλεῖτο τήν αἵρεσιν τοῦ Δημοφίλου διά νά τόν ἐκβάλῃ τοῦ θρόνου, ἀλλ’ ὡς πολιτική ἀρχή καί ἐγγυητής τῆς ἐννόμου τάξεως εἰς τήν Αὐτοκρατορίαν, θά ἐπεκαλεῖτο τήν καθαίρεσιν τοῦ 359 καί θά ἔλεγεν εἰς αὐτόν: «ἐφόσον εἶσαι καθῃρημένος, φύγε ἀπό τόν θρόνον». Ἀντί αὐτοῦ, ὅμως, τοῦ εἶπεν: «ἤ προσθέσθαι τῷ ὁοουσίῳ ἤ τῆς πόλεως ἐξιέναι· ὅπερ μᾶλλον ἐποίησεν» (Ἐκκλ. Ἱστορία Σωκράτους, Βιβλίον V, Κεφ. Ζ’, Patrologia Graeca 67, σελ. 573, καί Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ., Τόμ. 2, σελ. 15).

Θά πρέπῃ ἐδῶ νά τονισθοῦν τά ἑξῆς δύο γεγονότα. Πρῶτον, ἐνῷ ὁ Μέγας Θεοδόσιος δέν θεωρεῖ τόν Δημόφιλον καθῃρημένον, ἐν τούτοις ὄχι μόνον ἐπιτρέπει εἰς τόν Θεολόγον Γρηγόριον νά λάβῃ τόν θρόνον ὡς «παράλληλος ἐπίσκοπος» τοῦ Δημοφίλου, ἀλλά καί ἐκδιώκει τόν Δημόφιλον ἀπό τήν πόλιν, μέ τήν αἰτιολογίαν ὅτι δέν ἀκολουθεῖ τά ὁρισθέντα ὑπό τῆς Α’ Οἰκ. Συνόδου! Προβαίνει δέ εἰς τήν ἐνέργειαν αὐτήν τό ἔτος 380, χωρίς νά περιμένῃ τήν ἀπόφασιν τῆς ἐπικειμένης τότε νά συγκληθῇ Β’ Οἰκ. Συνόδου, ἔργον τῆς ὁποίας θά ἦτο ἡ καθαίρεσις τοῦ Δημοφίλου. Τοὐτέστιν, ἡ πολιτική ἀρχή ὑποκατέστησε τήν Ἐκκλησιαστικήν καί ἐνήργησεν Ὀρθοδόξως μέ δογματικά κριτήρια, ἐκτιμήσασα ὀρθῶς τήν πνευματικήν ζημίαν πού προκαλοῦν οἱ αἱρετικοί ὅταν κατέχουν τούς θρόνους. Προφανῶς δέ, αὐτή δέν ἦτο ἡ πρώτη φορά πού συνέβη τοιοῦτον τι. Ἐπ’ αὐτοῦ, γράφει ὁ Δοσίθεος: «Ἀείποτε ἐν τοῖς μεγάλοις δυστυχήμασιν, ἅπερ ἡ δικαία κρίσις τοῦ Θεοῦ συγχωρεῖ γίνεσθαι εἰς τόν λαόν αὐτοῦ, δίδωσι κατόπιν ἡ ἄπειρος αὐτοῦ εὐσπλαχνία ἱκανήν τήν παρηγορίαν, καί ἔχομεν εἰς τοῦτο μυρία παραδείγματα … ἦλθε φῶς τοῖς ἐν σκότει ἡ ἡγεμονία τοῦ ἰσαποστόλου Κωνσταντίνου … ἐπεδήμησε τό Ἔαρ τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου … ἔφθασεν ἡ εὐδαιμονία τοῦ Ἰουστίνου [σ.σ. τοῦ Θρακός], ἐφ’ οὗ ἐβεβαιοῦντο αἱ τέσσαρες Οἰκουμενικαί Σύνοδοι, ὡς τά τέσσαρα Εὐαγγέλια τιμώμεναι … ἠλευθεροῦντο οἱ ἐξωρισμένοι Ἐπίσκοποι, ἐφυγαδεύοντο οἱ Αἱρετικοί, ἡνοῦτο ἡ Ἐκκλησία» (Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ., Τόμ. 3, σελ. 9, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος). Ἀκούετε, π. Εὐθύμιε, π. Εὐγένιε καί π. Σάββα, πού κηρύττετε ν’ ἀφήνωνται οἱ αἱρετικοί νά ἐπικρατοῦν καί νά διαλύουν τήν Ἐκκλησίαν ἀντί νά φυγαδεύωνται;

Δεύτερον, ἐνῷ οἱ Αἰγύπτιοι καί οἱ Μακεδόνες Ἐπίσκοποι «ἐψιθύριζον κατά τοῦ Γρηγορίου, προβαλλόμενοι Κανόνα ἐμποδίζοντα τήν μετάθεσιν», ὁ Μέγας Θεοδόσιος ὄχι μόνον δέν ἐξεδίωξε τόν Θεολόγον Γρηγόριον, ἀλλά καί τόν ἐπεβράβευσε, δούς «τάς Ἐκκλησίας πάσας τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῷ Θεολόγῳ Γρηγορίῳ, ὅν τινα ὁ Θεός ἔπεμψεν ἀπό τῆς Καππαδοκίας εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν τῷ καιρῷ τῆς ἐπικρατείας τῶν Αἱρετικῶν, καί ἐπειδή οὐκ εἶχον οἱ ὀρθόδοξοι κἄν μίαν Ἐκκλησίαν, αὐτός μετέφερεν οἰκίαν τινά εἰς εὐκτήριον … καί ἐκεῖ εἶχε τήν παλαίστραν τῶν ἀγώνων αὐτοῦ κατά τῶν Αἱρετικῶν» (Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ., Τόμ. 2, σελ. 15-16, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος). Ὁ Δοσίθεος γράφει ἐπίσης: «ἀπέστειλεν ὁ Θεός τόν Θεολόγον Γρηγόριον εἰσηγήσει Βασιλείου τοῦ μεγάλου καί τοῦ Ἀντιοχείας Μελετίου … ὁ Ἀντιοχείας Μελέτιος τῷ Γρηγορίῳ τήν Κωνσταντινουπόλεως προεδρίαν ἐβεβαίωσε, καί ἰδέ πώς ἐν καιρῷ ἀνάγκης ὁ Ἀντιοχείας ἐβεβαίωσε τόν Γρηγόριον εἰς τόν θρόνον Κωνσταντινουπόλεως» (Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ., Τόμ. 1, σελ. 455, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος). Βλέπομεν καί πάλιν, λοιπόν, ὅτι ἐν καιρῷ διωγμοῦ καί αἱρέσεως, αἱ «παραβιάσεις» τῶν ἱερῶν Κανόνων πού γίνονται ἐπ’ ὠφελείᾳ τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα γίνονται ὑπό μεγάλων Ἁγίων, εἶναι πράξεις ἐπαινεταί, ὄχι κατακριτέαι. Ἄς ἀναλογισθοῦν τάς εὐθύνας των ὅσοι «ψιθυρίζουν», ἤ μᾶλλον διατυμπανίζουν, τά ἀντίθετα διά τήν περίπτωσιν τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ π.ἑ. Ἐπιπλέον, ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς ἄς ἀναλογισθῆ ἄν αὐτό πού ἔγραψε διά τόν Θεολόγον Γρηγόριον, ὅτι δῆθεν «ὁ ἅγιος δέν ἦλθε διά νά κάνῃ τόν Ἐπίσκοπο εἰς τήν πρωτεύουσα» (ἔ.ἀ., σελ. 250), συνᾴδῃ μέ τά γεγονότα πού μόλις ἐξετέθησαν ἤ μήπως διαστρέφῃ τά ἱστορικά γεγονότα, ὑπηρετῶν ἀλλοτρίους σκοπούς, ἐν γνώσει ἤ ἐν ἀγνοίᾳ του. Διότι καί σήμερον ἀπαιτεῖται μία δυναμική καί ὠργανωμένη παρέμβασις, ὅπως ἐκείνην τοῦ 1935, ἀλλά, δυστυχῶς, δέν ὑπάρχουν ἀναστήματα ὡς τοῦ πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου.

Ὁ Δοσίθεος ἀναφέρει πολλά ἄλλα παραδείγματα «παραλλήλων ἐπισκόπων», πέραν αὐτῶν πού ἀνέφεραν προηγούμενοι ἀρθρογράφοι καί ἐπιστολογράφοι, ὄχι βεβαίως ὅλα ἐπαινετά. Ἄς ἀναφέρωμεν μερικά μόνον ἀπό ἐκεῖνα πού φαίνεται ὅτι ἔγιναν ἐπ’ ὠφελείᾳ τῆς Ἐκκλησίας, ἁπλῶς διά νά καταδείξωμεν ὅτι δέν συνέβη τό φαινόμενον διά πρώτην φοράν τό 1935, ὅπως ἀναληθῶς ἰσχυρίζονται οἱ ὡς ἄνω πατέρες. Τό πράττομεν χάριν πληρότητος τοῦ ἄρθρου, διότι τό προαναφερθέν παράδειγμα τοῦ Θεολόγου Γρηγορίου δέν ἀφήνει περιθώρια ἀμφιβολιῶν εἰς οὐδένα ἀντικειμενικόν παρατηρητήν.

Πρῶτον, χάριν εἰρηνεύσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας, «ὁ Μελέτιος ἅγιος ὤν, εἶπε πρός τόν Παυλῖνον, δεῦτε οὖν ἔχωμεν τό Εὐαγγέλιον εἰς τό μέσον, καί ποιμαίνωμεν ἅμα τά πρόβατα, καί ὅταν ἀποθάνῃ ὁ εἶς ἐξ ἡμῶν, ὁ ἕτερος ἔστω μόνος Ἀντιοχείας Ἐπίσκοπος. Ἀλλ’ ὁ Παυλῖνος τῆς Αἱρέσεως ὄζων, ἥτις τίκτει πεισμονήν οὐκ ἠθέλησεν» (Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ., Τόμ. 2, σελ. 77). Τό παράδειγμα αὐτό ἀνέφερε καί ὁ κ. Μάννης εἰς τό ἄρθρον του, ἀλλ’ εἶναι τόσον χαρακτηριστικόν διά τό ἐξεταζόμενον θέμα πού νομίζω ὅτι θά ἦτο παράλειψις νά μή συμπεριληφθῇ καί ἐδῶ. Διότι δείχνει ἕνα Ἅγιον νά «παραβιάζῃ» τούς ἱερούς Κανόνας χάριν τῆς εἰρηνεύσεως τῆς Ἐκκλησίας.[9] Δεύτερον, ἐπί Μ. Κωνσταντίνου, ὁ Μακάριος Ἱεροσολύμων ἐχειροτόνησεν Ἐπίσκοπον Λύδδης τόν Ὀρθόδοξον ὁμολογητήν Μάξιμον, ἀλλ’ ὁ λαός ἐχειροτόνησεν ἄλλον ὡς Λύδδης (Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ., Τόμ. 1, σελ. 427). Τρίτον, ὁ Ἀλεξανδρείας Ἡρακλᾶς καθῄρεσε τόν Θμουΐδος Ἀμμώνιον, ἐπειδή αὐτός ἐκοινώνησε μέ τόν βλάσφημον Ὡριγένην καί ἐτοποθέτησε τόν Φίλιππον εἰς τήν θέσιν του. «Παρακληθείς ὅμως ὁ Πάπας Ἡρακλᾶς ὑπό τοῦ λαοῦ τῆς πόλεως, συνεχώρησε τῷ Ἀμμωνίῳ τό ἁμάρτημα,[10] καί ὥρισεν εἶναι καί τούς δύο ἐκεῖ Ἐπισκόπους … καί ἄλλα τοιαῦτα συνέβη, ἅπερ ἰδέ διεσπαρμένα εἰς τήν παροῦσαν βίβλον» (Δωδεκάβιβλος, ἔ.ἀ., Τόμ. 2, σελ. 92, ἡ ἔμφασις τοῦ γράφοντος).

Βλέπομεν, λοιπόν, καί πάλιν ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἄν καί αὐστηροί εἰς τήν τήρησιν τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, ἐν τούτοις, ὅταν τό ἀπῄτουν αἱ περιστάσεις, δέν ἔμεναν εἰς τήν στεῖραν ἐφαρμογήν τοῦ γράμματος τῶν ἱερῶν Κανόνων, ἀλλ’ ἐφήρμοζον τό Πνεῦμά των. Πρό ἀρκετῶν μηνῶν, προσεπάθησα κατ’ ἰδίαν νά πείσω περί αὐτοῦ τούς ὡς ἄνω πατέρας, ἀλλά δέν εἰσηκούσθην. Ὁ π. Σάββας Λαυριώτης συνεχίζει νά λέγῃ δημοσίως ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι τοῦ π.ἑ., ἄν καί «ἔκαναν τόν ἀγῶνά τους» καί εἶναι ἀγαπητοί, ἐν τούτοις, ἐδημιούργησαν σχίσμα τό 1935, ὅταν ἐχειροτόνησαν «παραλλήλους ἐπισκόπους».

  1. Συμπέρασμα

Ὁ π. Εὐγένιος λέγει εἰς τό ὡς ἄνω βίντεο ὅτι δέν ἔχει ἐμπάθειαν κατά τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ π.ἑ., ἄλλωστε ἀπό αὐτούς προέρχεται καί ὁ ἴδιος, ἀλλά στόχος του εἶναι ἡ εὕρεσις τῆς Ἀληθείας. Λέγει ἐπίσης ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες πρέπει νά ἑρμηνεύωνται μέ γνώμονα τήν Ἱεράν Παράδοσιν. Συμφωνῶ ἀπολύτως! Σκοπός τοῦ παρόντος ἄρθρου εἶναι μία μικρά συμβολή πρός αὐτήν τήν κατεύθυνσιν.

 

Πηγή:  https://drive.google.com/file/d/1X-_jukMtT_ZXhkcdtDpaixxAIrAwyiK-/view

https://orthodox-voice.blogspot.com/2022/12/blog-post_11.html

[1] Βλ. τό βιβλίον του μέ τίτλον Ἡ Διαχρονική Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιά τό Ὑποχρεωτικό τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισακόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν, DeGiorgio Ἐκδόσεις, Τρίκαλα, 2012, σελ. 227-258 καί 302-303.

 

[2] Βλ. τό βιβλίον του μέ τίτλον Τό Ἡμερολογιακόν Ζήτημα, 1922, σελ. 141.

 

[3] Βλ. πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου Καβουρίδου, Ἅπαντα, Τόμος 1, σελ. 98 (ἡ ἔμφασις ὑπάρχει εἰς τό πρωτότυπον).

[4] Βλ. Ἅπαντα, ἔ.ἀ., Τόμος 1, σελ. 135.

 

[5] Ἔχει γραφῆ ὅτι ὁ προσφάτως «ἁγιοποιηθείς» ὑπό τῶν Οἰκουμενιστῶν γ. Παΐσιος εἶπεν εἰς μίαν συζήτησιν μοναχῶν κάτι παρόμοιον, προκειμένου νά χλευάσῃ τούς Ὀρθοδόξους τοῦ π.ἑ., ἐπειδή, κατ’ αὐτόν καί κατά τούς Οἰκουμενιστάς γενικώτερον, ἔφυγον δῆθεν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν ἐπειδή δέν τούς ἤρεσεν ὁ πατριάρχης:

— «Ἄχ, πατέρες, σκέπτομαι νά φύγω ἀπό τήν Ἑλλάδα!»

— «Γιατί, γέροντα;»

— «Διότι δέν μοῦ ἀρέσει ὁ Παπανδρέου»!

 

[6] Βλ. Ἅπαντα, ἔ.ἀ. Τόμ. 1, σελ. 383, καί Τόμ. 2, σελ. 24.

 

[7] Ἐκδόσεις Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη, 1982.

[8] Πηδάλιον, Ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι, 1993.

[9] Ἡ λέξις «παραβιάζῃ» ἐτέθη εἰς εἰσαγωγικά, διότι ναί μέν παραβιάζεται τό γράμμα τῶν ἱερῶν Κανόνων, τηρεῖται ὅμως τό Πνεῦμά των, καθότι ἐθεσπίσθησαν δ’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν σκοπόν, ἤτοι νά διασφαλίζουν τήν εἰρήνην καί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

 

[10] Τό παράδειγμα αὐτό ἀποτελεῖ κόλαφον καί διά τούς ὀπαδούς τῆς ἄλλης συγχρόνου φοβερᾶς αἱρέσεως, τοῦ «Δυνητισμοῦ», τοὐτέστιν ὅτι δυνάμεθα δῆθεν νά κοινωνῶμεν ταυτοχρόνως καί μέ τόν Χριστόν (Ὀρθοδοξίαν) καί μέ τόν Διάβολον (Αἵρεσιν)! Οἱ ὀπαδοί αὐτῆς τῆς αἱρέσεως εἶναι Ἐπίσκοποι, Ἀρχιμανδρῖται (ὅπως ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος), Ἱερεῖς, μοναχοί, Καθηγηταί Θεολογίας, κ.ἄ., προβάλλουν δέ τό ψευδο-επιχείρημα ὅτι ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ δέν ἔχει ἐπιτίμιον. Ἰδού, λοιπόν, πού ὁ Ὀρθόδοξος Πάπας Ἡρακλᾶς ἐπέβαλεν ἐπιτίμιον διά τό προφανές τοῦτο ἁμάρτημα.

Αφήστε μια απάντηση