Από το Γεροντικό: Το μεγαλείο της μετανοίας!

Το μεγαλείο της μετανοίας!

 

Όταν ο άνθρωπος αμαρτάνει, χαροποιεί πολύ τον σατανά, ο οποίος, όταν έρχεται, με πολύ δυσκολία πλέον φεύγει, αφού οι αμαρτίες που κάνουμε είναι η χαρά και η ευτυχία του δαίμονα.

Όταν ο άνθρωπος αντισταθεί στην αμαρτία ή μετανοήσει για τα λάθη του, οι δαίμονες φεύγουν τρομοκρατημένοι από κοντά του και επανέρχεται πολύτιμος σύντροφος και οδηγός ο φύλακας άγγελος του, ο οποίος τον σκεπάζει με τις φτερούγες του και τον βοηθά να αγωνίζεται στον δρόμο της αρετής.

Συγκινητική είναι η παρακάτω ιστορία:

 

*****

 

“Ο όσιος Παύλος ο απλούς πήγε κάποτε επισκέπτης σ’ ένα Μοναστήρι. Ήταν Κυριακή. Οι μοναχοί μαζεύονταν στην Εκκλησία για να λειτουργηθούν. Ο Όσιος στάθηκε σε μια παράμερη γωνιά. Από κει παρατηρούσε, χωρίς να φαίνεται, τους αδελφούς που έμπαιναν στην Εκκλησία. Είχε χάρισμα από το Θεό να διαβάζει τη ψυχή, όπως εμείς διαβάζουμε την όψη των συνανθρώπων μας.

Οι περισσότεροι αδελφοί είχαν χαρούμενο πρόσωπο, που έδειχνε αμέσως την εσωτερική τους διάθεση. Ο καθένας είχε πλάι του τον φύλακα Άγγελό του, που ακτινοβολούσε κι εκείνος από χαρά. Όλα αυτά, έδειχναν αγιότητα και πρόοδο στην αρετή κι ο Αββάς Παύλος ευχαριστούσε με την καρδιά του το Θεό.

 Καθυστερημένος πολύ, έφτασε ένας καλόγερος. Πόσο διαφορετικός από τους άλλους φαινόταν! Το πρόσωπό του ήταν σκοτεινό, άγριο! Τον ακολουθούσαν πολλοί δαίμονες, που προσπαθούσαν χωριστά ο καθένας να τον τραβήξει με το μέρος του. Εκείνος ο δυστυχής φαινόταν σαν χαμένος. Ο Άγγελος του περίλυπος στεκόταν σε απόσταση. Κάτι τον εμπόδιζε να πλησιάσει. Ο Όσιος έβγαλε βαθύ αναστεναγμό και έκλαψε με συμπόνια για την βασανισμένη ψυχή του αδελφού.

Η Θεία Λειτουργία τέλειωσε. Οι καλόγεροι με τη σειρά, άρχισαν να βγαίνουν. Ο Όσιος πάλι έβλεπε.

Τώρα έδειχναν πιο λαμπεροί και οι  Άγγελοι τους φωτεινότεροι. Ο Αββάς Παύλος δεν κινήθηκε από τη θέση του. Περίμενε να δει και τον άλλο μοναχό, που τόσο είχε προσευχηθεί γι’ αυτόν σε όλη τη Λειτουργία.

Δεν άργησε να φανεί.

Τι αλλαγή! Η όψη του ακτινοβολούσε! Τα πονηρά πνεύματα είχαν εξαφανιστεί και ο φύλακας Άγγελος του, τον σκέπαζε με τις φτερούγες του!

Πόσο ευχαριστημένος έδειχνε τώρα!

– Δόξα σοι ο Θεός! ξέφυγε από τα χείλη του Οσίου.

Οι αδελφοί γύρισαν και τον κοίταξαν με απορία. Εκείνος τότε, τους φανέρωσε τι είχε δει το πρωινό στην εκκλησία. Ύστερα, ανάγκασε τον αδελφό να πει με τι διαθέσεις πήγε εκεί και πως έφυγε. Εκείνος δεν δίστασε να εξομολογηθεί μπροστά σε όλους:

– Μέχρι σήμερα, είπε, περνούσα με αμέλεια τη ζωή μου. Τα πάθη και οι κακοί λογισμοί με είχαν τόσο κυριέψει, που δεν μου έκανε πια καρδιά να φροντίσω για τη διόρθωση μου. Σήμερα όμως  με ελέησε ο Θεός. Πρόσεξα με ιδιαίτερη προσοχή την ανάγνωση. Άκουσα τον προφήτη, ή μάλλον τον ίδιο τον Θεό να λέει με το στόμα εκείνου στους όμοιούς του αμαρτωλούς:  

«λούσασθε καὶ καθαροὶ  γίνεσθε, ἀφέλετε τὰς πονηρίας ἀπὸ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶνὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν… μάθετε καλὸν ποιεῖν …καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶνὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ…» (Ησ. α΄ 16 – 18).

 

Η καρδιά μου συντρίφτηκε. Έκλαψα και παρακάλεσα τον ουράνιο Πατέρα να κάνει και σε μένα τον άθλιο όσα υπόσχεται με τα λόγια του Προφήτη.

Έδωσα κι εγώ υπόσχεση να αφήσω την αμέλεια και να κοπιάσω σκληρά για τη διόρθωσή μου. Μ΄ αυτές τις διαθέσεις βγήκα από την Εκκλησία, αποφασισμένος πια να κρατήσω την υπόσχεση μου.

Ο Όσιος και οι αδελφοί, που άκουσαν την εξομολόγηση του μοναχού, θαύμασαν κι έλεγαν μεταξύ τους:

«Είναι πραγματικά ανυπολόγιστη η αξία της Mετανοίας».”

 

 

Ο αγώνας της Mετανοίας θέλει υπομονή και επιμονή!

 

Όταν ο άνθρωπος αποφασίζει να μετανοήσει, ο σατανάς θυμώνει και προσπαθεί με κάθε τρόπο να ρίξει τον άνθρωπο αυτό στην απελπισία ή να τον πείσει ότι δεν υπάρχει γι’ αυτόν σωτηρία.

Τότε χρειάζεται υπομονή και επιμονή στον ωραίο αυτό αγώνα της μετανοίας. Ο αγιασμός και η σωτηρία είναι το σίγουρο αποτέλεσμα αυτής της φιλότιμης προσπάθειας της χριστιανικής ψυχής. 

 

*****

 

Ένας νέος, παρασυρμένος από τη τρομερή δύναμη της κακής συνήθειας, έπεφτε συχνά σε βαρύ αμάρτημα. Δεν άφηνε όμως τον αγώνα. Ύστερα από κάθε κατρακύλισμα, έχυνε πύρινα δάκρυα και προσευχόταν στο Θεό μ’ αυτά τα πονεμένα λόγια:

– Κύριε, σώσε με, είτε θέλω είτε δεν θέλω. Εγώ σαν χωματένιος που είμαι, τραβιέμαι εύκολα από τη λάσπη της αμαρτίας. Συ όμως, έχεις τη δύναμη να μ’ εμποδίσεις. Δεν είναι θαυμαστό Θεέ μου, αν ελεήσεις τον δίκαιο, ούτε αν σώσεις τον ενάρετο, γιατί αυτοί είναι άξιοι να γευτούν την αγαθότητά Σου. Σε μένα τον αμαρτωλό δείξε Κύριε την φιλανθρωπία Σου και το έλεός Σου και σώσε με, με θαυματουργικό τρόπο, γιατί μ’ όλη την αθλιότητά μου σε Σένα μόνο καταφεύγω ο δυστυχής!

 

Αυτά έλεγε με συντριβή ο νέος και όταν κυριευόταν από το πάθος και όταν ακόμα ήταν ήρεμος. Κάποια φορά, που πάλι νικήθηκε ύστερα από αγωνιώδη αντίσταση, γονάτισε παρευθύς κι επανέλαβε τα ίδια λόγια, χύνοντας ποταμούς δακρύων. Η ακατανίκητη ελπίδα του στην Θεία Ευσπλαχνία ερέθισε τον διάβολο, ο οποίος παρουσιάστηκε μπροστά του όλος μανία και του φώναξε:

 

– Άθλιε, δεν νιώθεις λίγη ντροπή, όταν με τέτοια χάλια τολμάς να προσεύχεσαι και να παίρνεις στο στόμα σου του Θεού το όνομα; Μάθε μια για πάντα πως για σένα δεν υπάρχει σωτηρία.

 

Ο γενναίος αγωνιστής δεν φοβήθηκε, ούτε έχασε την ελπίδα του, όπως περίμενε ο διάβολος.

 

– Μάθε κι εσύ, του αποκρίθηκε θαρρετά, πως το δωμάτιο αυτό είναι σιδηρουργείο. Μια σφυριά δίνεις και μια παίρνεις. Δεν θα πάψω να σε πολεμώ με τη μετάνοια και τη προσευχή, ώσπου να βαρεθείς να με πολεμάς με την αμαρτία.

 

 

– Έτσι λοιπόν; φώναξε ο διάβολος με κακία. Από δω κι εμπρός παύω να σε πολεμώ, για να μην αυξηθούν τα βραβεία της υπομονής σου, κι έγινε άφαντος.

 

Από τη στιγμή εκείνη έπαψε ο πόλεμος του νέου. Εκείνος όμως, ούτε μια στιγμή δεν έπαυε να προσέχει τον εαυτό του και έκλαιγε συχνά σαν θυμόταν τα σφάλματά του.

 

 

Ο Χριστός παρηγορεί τον μετανοημένο αμαρτωλό!

 

Από τη στιγμή που ο κάθε αμαρτωλός αρχίσει τον αγώνα της μετανοίας, πλήθος αγγέλων βρίσκονται κοντά του, έτοιμοι να τον βοηθήσουν και να χαρούν.

«χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι». (Λουκ. ιε΄, 10)

Αν πεις και για τον Κύριο μας, Αυτός παρακολουθεί γεμάτος χαρά και αγάπη τον φιλότιμο αγώνα της μετανοιωμένης ψυχής, έτοιμος να αγκαλιάσει με στοργή και να ευλογήσει το πολυαγαπημένο μετανοημένο Του παιδί.

 

*****

 

Κάποιος νέος παραστράτησε, μα τόσο πολύ μετανόησε στο άκουσμα ενός και μόνο κηρύγματος, που όταν τον επισκέφθηκε η Χάρις του Θεού, άφησε τον κόσμο κι έγινε καλόγερος. Έφτιαξε μια καλύβα στην έρημο κι έκλαιγε κάθε μέρα με πολύ πόνο για τις αμαρτίες του. Με τίποτε δεν μπορούσε να παρηγορηθεί.

Μια νύχτα, παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο Ιησούς, περιτριγυρισμένος από φως ουράνιο. Πήγε κοντά του με καλοσύνη.

– Τι έχεις άνθρωπε και κλαις με τόσο πόνο; τον ρώτησε με τη γλυκιά φωνή Του.

– Κλαίω Κύριε γιατί έπεσα, είπε με απελπισία ο αμαρτωλός.

– Ω, τότε σήκω!

– Δεν μπορώ μόνος, Κύριε.

Άπλωσε τότε το θεϊκό Του χέρι ο Βασιλιάς της αγάπης και τον βοήθησε να σηκωθεί. Εκείνος όμως, δεν σταμάτησε να κλαίει.

– Τώρα γιατί κλαις;

– Πονώ, Χριστέ μου, γιατί σε λύπησα. Ξόδεψα τον πλούτο των χαρισμάτων Σου σε ασωτίες.

 

Έβαλε τότε με στοργή το χέρι Του ο φιλάνθρωπος Δεσπότης, στο κεφάλι του πονεμένου αμαρτωλού και του είπε με ιλαρότητα:

 

– Αφού για μένα πονάς τόσο πολύ, εγώ έπαψα πια να λυπάμαι για τα περασμένα.

 

Ο νέος σήκωσε το βλέμμα του να ευχαριστήσει τον Σωτήρα του, μα Εκείνος δεν ήταν πια εκεί.

Στη θέση που πατούσε, είχε σχηματιστεί ένας πελώριος ολόφωτος Σταυρός. Λυτρωμένος πια από το βάρος της αμαρτίας, έπεσε και τον προσκύνησε.

 Μ΄ ευγνωμοσύνη στην ψυχή, ύστερα από το όραμα εκείνο, κατέβηκε πάλι στην πολιτεία ο νέος για να γίνει ο πιο θερμός κήρυκας της μετανοίας και να οδηγήσει στο Χριστό πολλούς άλλους παραστρατημένους.

 

 

Μην εγκαταλείπεις τον αγώνα της μετανοίας.

 

Ένα επικίνδυνο σημείο που πρέπει απαραιτήτως να προσέξουμε, είναι η εγκατάλειψη του αγώνα μετά τη μετάνοια. Η απροσεξία αυτή, πολύ ευχαριστεί  τον σατανά, αφού μπορεί να γίνει αιτία να πέσουμε ξανά στα ίδια ή και σε χειρότερα λάθη.

Επίσης, δεν πρέπει να απελπιζόμαστε όταν βλέπουμε πολλές αδυναμίες και πάθη πάνω μας και δυσκολευόμαστε στην εκρίζωσή τους!

 

*****

 

Ένας νέος πήγε με βαριά καρδιά στον Πνευματικό του κι εξομολογήθηκε:

– Ο λογισμός με βασανίζει Γέροντα, να εγκαταλείψω τον αγώνα, αφού και ύστερα από την επιστροφή μου στο Χριστό και την μετάνοιά μου, δεν μπορώ ακόμα να βγάλω από πάνω μου όλες τις αδυναμίες.

 

– Μου θυμίζεις, με αυτά που λες, κάτι που συνέβη πριν κάμποσο καιρό σ’  ένα φίλο αγρότη, είπε ο Πνευματικός. Έλα, κάθισε εδώ κοντά, παιδί μου, να σου διηγηθώ τη μικρή μου ιστορία.

 

Ο νέος άκουγε πάντοτε μ’ ενδιαφέρον τα χαριτωμένα αυτοσχέδια ανέκδοτα του αγαθού Γέροντα:

 

“Ο φίλος μου που λες, είχε ένα χωράφι στην άκρη του χωριού, που είχε μείνει χρόνια ακαλλιέργητο και ήταν πια γεμάτο αγκάθια και τριβόλια. Μια καλή χρονιά όμως, σκέφτηκε να το σπείρει. Αλλά έπρεπε πρώτα να καθαριστεί. Έστειλε λοιπόν το μεγάλο του γιο να κάνει τη δουλειά αυτή. Μα, σαν είδε το παλικάρι τα πελώρια αγκάθια και τ’ αγριοβότανα, έπεσε σε απελπισία.

– Δεν γίνεται να φτιάξει ποτέ τούτο το χωράφι, έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του. Πως να ξεριζώσω τόσα αγριόχορτα;

Έτσι, έπεισε για τα καλά τον εαυτό του πως ήταν αδύνατο να γίνει η δουλειά. Ξάπλωσε κάτω από ένα θάμνο και κοιμήθηκε. Σαν ξύπνησε ήταν πια μεσημέρι. Έριξε το νυσταγμένο βλέμμα του στην αγριάδα και τρόμαξε. Έμεινε καρφωμένος στη θέση του ως το βράδυ χωρίς να κάνει τίποτε. Το ίδιο και την άλλη μέρα, και την τρίτη… Χασμουριόταν, στριφογύριζε με τεμπελιά, έπεφτε στον ύπνο, ξύπναγε και μόνο δουλειά δεν αποφάσιζε να κάνει.

– Τίποτα δεν έκανες τόσες μέρες, του είπε θυμωμένος ο πατέρας του, σαν πήγε και είδε πως ο γιος του δεν έβγαλε ούτε ένα αγκάθι.

– Βαραίνει η ψυχή μου πατέρα, όταν γυρίζω και βλέπω πόση δουλειά με περιμένει και δεν μπορώ να πάρω απόφαση ν’ αρχίσω.

– Αν κάθε μέρα παιδί μου, καθάριζες τόση γη όση πιάνεις με το μπόι σου σαν ξαπλώνεις και κοιμάσαι, θα κόντευες τώρα να τελειώσεις.

Ντροπιασμένος για την τεμπελιά του ο γιος, έβαλε αμέσως σε πράξη τη συμβουλή του πατέρα του. Σε λίγο είδε με τα μάτια του, πως δεν ήταν ακατόρθωτο να καθαρίσει το χέρσο χωράφι.

Μιμήσου τον κι εσύ παιδί μου κι όταν ξανάρθεις, θα μου πεις αν στ’ αλήθεια είναι τόσο δύσκολο να ξεριζώσεις με υπομονή τα πάθη της ψυχής σου.

Ο νέος έφυγε με καινούργια δύναμη από την εξομολόγηση, αποφασισμένος να συνεχίσει τον καλό αγώνα!”

 

Αφήστε μια απάντηση