29η Μαΐου, επέτειος της Άλωσης. ΤΟ ΦΟΒΕΡΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΜΩΑΜΕΘ
29 Μαΐου 1453. Μετά από σκληρή πολιορκία πολλών εβδομάδων, η Πόλη πέφτει στα χέρια των Τούρκων! Ο ήχος των σπαθιών και οι ανατριχιαστικές κραυγές απόγνωσης, πόνου, τρόμου και απελπισίας ακούγονται από όλες τις πλευρές της Βασιλεύουσας:
– Παναγίτσα μου, βόηθα μας!
– Χριστέ μου!
– Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μας εγκατέλειψες;
Οι χριστιανοί αδυνατούν να πιστέψουν αυτό που συμβαίνει· νομίζουν ότι βλέπουν ένα κακό όνειρο.
Ο Μωάμεθ ο Πορθητής, για να ευχαριστήσει τους στρατιώτες του, τούς δίνει την άδεια για τρεις ολόκληρες μέρες να κάνουν ό,τι θέλουν! Φωτιές παντού! Οι χριστιανοί βασανίζονται και κατακρεουργούνται! Τα καλντερίμια της Κωνσταντινούπολης βάφονται με χριστιανικό αίμα. Οι γυναίκες βιάζονται ομαδικά! Οι Αγαρηνοί δεν σεβάστηκαν ούτε τα ανήλικα κοριτσάκια! Γι’ αυτούς, οι βιασμοί των «απίστων» γυναικών δεν είναι αμαρτία· ούτε και η παιδεραστία! Προβλέπονται όλ’ αυτά στο «ιερό» τους βιβλίο, το «Άγιο και Υπερουράνιο» Κοράνιο, όπως το αποκαλεί ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος!1
Άλλωστε, και ο μεγάλος «προφήτης» τους, ο Μωάμεθ, μεταξύ των συζύγων του είχε και ένα κοριτσάκι εννέα (9) ετών, την Αΐσα!
Ο Πορθητής εορτάζει τη νίκη του με ένα πλούσιο γεύμα που παραθέτει στους αξιωματικούς του. Τη χαρά και τα πανηγύρια, όμως, των κατακτητών, θα τα επισκιάσει ένα αναπάντεχο γεγονός: Την ώρα του γεύματος μία τεράστια ανοιχτή παλάμη εμφανίζεται στον τοίχο και προκαλεί φόβο και αναστάτωση στους συνδαιτυμόνες! Ειδικά τον Μωάμεθ τον λούζει κρύος ιδρώτας! «Τι ήταν αυτό; Μούντζα;» αναρωτιέται. Μία φοβερή σκέψη τριβελίζει το μυαλό του και του προκαλεί πανικό: «Μήπως ο Αλλάχ θέλει να μου δείξει ότι αποδοκιμάζει αυτό που έκανα, που κατέλαβα την πρωτεύουσα των βυζαντινών; Μήπως αυτό ήταν σημάδι της οργής Του απέναντί μου;»
Ο νεαρός Σουλτάνος (21 ετών!) δεν ξεχνά ότι η βιολογική του μητέρα ―η οποία πέθανε όταν ήταν μικρός―ήταν χριστιανή· το ίδιο και η μητριά του, την οποία υπεραγαπούσε! Όλο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι από τη στενοχώρια του. Το πρωί, πριν ακόμα ξημερώσει, διατάζει να του φέρουν μπροστά του όλους τους ιμάμηδες και τους σοφούς του στρατού του. Αυτοί, όμως, ομολογούν ότι αδυνατούν να εξηγήσουν το όραμα.
Τότε, κάποιοι τον πληροφορούν ότι στην Πόλη υπάρχει ένας άγιος μοναχός τον οποίο σέβονται και ευλαβούνται πολύ οι χριστιανοί. Λίγες ώρες αργότερα μπροστά στον φοβερό σουλτάνο στέκεται ένας ταπεινός και ρακένδυτος καλόγερος. Το όνομα του Γεννάδιος. «Δώσε μου καιρό μία εβδομάδα για να προσευχηθώ στο Θεό μου και να σου απαντήσω» αποκρίνεται στον Τούρκο. Έτσι, μία εβδομάδα αργότερα λέει στον Μωάμεθ τα εξής φοβερά λόγια: «Με το όραμα αυτό, βασιλιά μου, ο Θεός σού στέλνει ένα μήνυμα: Ότι Αυτός σου έδωσε την Πόλη. Δεν την πήρες εσύ! Αν υπήρχαν έστω και πέντε αληθινοί χριστιανοί στην Κωνσταντινούπολη, δεν θα την κατακτούσες!»2
Ο νεαρός Σουλτάνος εντυπωσιάστηκε από την απάντηση του μοναχού, αλλά και ανακουφίστηκε. Ηρέμησε ψυχολογικά. «Ζήτησε μου ό,τι θες και θα σου το δώσω» τού υποσχέθηκε, ευχαριστημένος. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Γεννάδιος ζήτησε από τον σουλτάνο να φερθούν οι κατακτητές καλά στους χριστιανούς· να μην τους καταπιέζουν. Λίγο αργότερα, «ψήφῳ κλήρου και λαού» ο Γεννάδιος Σχολάριος θα γίνει ο πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση.

Αφήστε μια απάντηση