
Ο πονηρός δεν άργησε να τον πολεμήσει και με άλλο τρόπο: με τη λαιμαργία. Του προκαλεί λοιπόν, από το πρωί κιόλας, ένα βασανιστικό αίσθημα πείνας, σπρώχνοντάς τον να φάει κρέατα και ψάρια και άλλα πλούσια φαγητά. Μα ο μακάριος Νήφων αντιστεκόταν στο διάβολο με τον διακριτικό του λογισμό, λέγοντας:
-Όλα αυτά, μόνο μέχρι το φάρυγγα χαρίζουν ηδονή. Πιο κάτω ευχαρίστηση καμιά δεν δίνουν! Μόνο ανυπόφορη δυσωδία αναδίνουν! Πήγαινε λοιπόν διάβολε, εκεί που οι άνθρωποι κάνουν την ανάγκη τους και δες, τι είναι κείνα που μου λές να φάω! Γεύσου τα εσύ, να ευχαριστηθείς.
Μ αυτά τα λόγια χλεύαζε τον πονηρό. Κι όταν εκείνος του ξαναριχνόταν και τον πολεμούσε αγριότερα, του έλεγε:
-Σήμερα θα φάω και θα πιω με το παραπάνω! Για να σου δείξω, πώς ούτε κι έτσι θα μπορέσεις να μ εμποδίσεις από την προσευχή.
Τη μέρα εκείνη έτρωγε ακόμα και κρέας κι έπινε κρασί μπόλικο. Ύστερα σηκωνόταν κι έλεγε στον εαυτό του:
-Πρόσεχε Νήφων! Ο σκύλος, μόλις χορτάσει, γαβγίζει μ ευχαρίστηση. Κι εσύ τώρα έφαγες από τα δώρα του Θεού. Εμπρός, λοιπόν, να Τον ευχαριστήσεις, που σε χόρτασε από τα επίγεια αγαθά.
Κι ευθύς πήγαινε στην εκκλησία, σήκωνε τα χέρια του στον ουρανό κι έλεγε:
-Σε δοξάζω, Χριστέ ο Θεός, που με χόρτασες απ τα αγαθά Σου μη μου στερήσεις, πολυέλεε, και τα επουράνια! Και συνέχιζε την προσευχή για πολλήν ώρα, μ όλο και μεγαλύτερη θέρμη. Ύστερα γύριζε κι έλεγε στο διάβολο:
-Δές, αδιάντροπε σκύλε, πόσο έφαγα και ήπια! Έ, και τι μ αυτό; Από την εκκλησία κανείς δεν μπορεί να με διώξει. Ο Θεός δεν μ αποστράφηκε, ούτε κι οι άγιοι Του. Ρεζίλι έγινες, πονηρέ και ακάθαρτε! Φύγε μακριά! Χάσου στο σκοτάδι! Μην ελπίζεις πια σ εμένα!