Αν εισακούστηκες ευχαρίστησε το Θεό, αν δεν εισακούστηκες τότε…

Αν, λοιπόν, εισακούστηκες, ευχαρίστησε το Θεό. Αν δεν εισακούστηκες, μείνε κοντά Του, για να εισα­κουστείς. Αν, πάλι, Τον έχεις πικράνει με τις αμαρτίες σου, μην απελπίζεσαι.

Όταν πικράνεις έναν άνθρω­πο, αλλά στη συνέχεια παρουσιάζεσαι μπροστά του και το πρωί και το μεσημέρι και το βράδυ, ζητώντας ταπεινά συγχώρηση, δεν θα κερδίσεις τη συμπάθειά του;

Πολύ περισσότερο θα κερδίσεις τη συμπάθεια του ανεξίκακου Θεού, αν και το πρωί και το μεσημέ­ρι και το βράδυ και κάθε ώρα επικαλείσαι την ευσπλαχνία Του με την προσευχή.

Ας τ’ ακούσουν όλα αυτά όσοι προσεύχονται με ραθυμία και βαρυγγωμούν, όταν ο Κύριος αργεί να ικανοποιήσει το αίτημά τους. Τους λέω: «Παρακάλε­σε το Θεό!». Και μου απαντούν: «Τον παρακάλεσα μια, δυο, τρεις, δέκα, είκοσι φορές, μα δεν έλαβα τί­ποτα».

Μη σταματήσεις, ώσπου να λάβεις. Σταμάτησε, όταν λάβεις. Ή μάλλον, ούτε και τότε να σταματήσεις την προσευχή. Πριν λάβεις, να ζητάς. Και αφού λά­βεις, να ευχαριστείς.

Πολλοί μπαίνουν στην εκκλησία, λένε διάφορες προσευχές και βγαίνουν. Βγαίνουν, χωρίς να γνωρί­ζουν τι είπαν. Τα χείλη τους κινούνται, αλλά τ’ αυτιά τους δεν ακούνε.

Εσύ ο ίδιος δεν ακούς την προσευ­χή σου, και θέλεις να την ακούσει ο Θεός; «Γονάτισα», λες. Γονάτισες, αλλά, ενώ το σώμα σου ήταν μέσα, ο νους σου πετούσε έξω.

Με το στόμα έλεγες την προ­σευχή και με τη σκέψη λογάριαζες τόκους, έκανες συμβόλαια, πουλούσες εμπορεύματα, αγόραζες κτή­ματα, συναντούσες τους φίλους σου.

Γιατί ο διάβο­λος, που είναι πονηρός και γνωρίζει ότι στον καιρό της προσευχής μεγάλα πράγματα κατορθώνουμε, τό­τε ακριβώς έρχεται και σπέρνει λογισμούς μέσα μας.

Να, πολλές φορές είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, και τίποτα δεν συλλογιζόμαστε· πάμε στην εκκλησία για να προσευχηθούμε, και τότε χίλιες σκέψεις περ­νούν από το νου μας.

Έτσι χάνουμε τους καρπούς της προσευχής, φεύγοντας από το ναό με άδεια χέρια. Το ίδιο, βέβαια, γίνεται και όταν προσευχόμαστε στο σπί­τι μας ή οπουδήποτε αλλού.

ieramonopatia.gr

Αφήστε μια απάντηση