
Άντε παπά Μήτσο! Να πας στο καλό! Χριστός Ανέστη! Μαζί με τις Μυροφόρες! Με αυτά τα λόγια μήνες πριν το Πάσχα πέρυσι, χαιρέτησε τον πατέρα Δημήτριο ο πνευματικός του, ο παπά Ανανίας ο Κουστένης! Προβλέποντας οτι το δικό του νυν απολύεις, θα ειπωθεί στο εαρινό πανηγύρι των θαρσαλέων! Και έτσι ακριβώς έγινε, όπως του είχε αποκαλυφθεί από τον Αφέντη της ζωής και του θανάτου!
Ο Χριστός, στους δικούς Του, τους ταπεινούς, με τις καθαρές καρδιές και τα ορθάνοιχτα μάτια της ψυχής, αποκαλύπτει σχεδόν πάντοτε το πότε θα πανηγυρίσει ο Ουρανός! Και οσιακά, μας αποχαιρετούν και φεύγουν για την όντως Ζωή!
Έτσι και ο πατήρ Ανανίας, όπως σε χρόνο ανύποπτο το είχε πει στο πνευματικοπαίδι του, έφυγε μέσα στο χαρμόσυνο Πεντηκοστάριο, στην εορτή των Μυροφόρων! Πολύ τις αγαπούσε αυτές τις γενναίες ανδρείες ψυχές ο παππούλης!
Γιατί αψήφησαν το φόβο! Γιατί η αγάπη τους για τον Κύριό τους, υπερνικούσε κάθε εμπόδιο της λογικής, του συμβιβασμού με τον πονηρό κόσμο και της υποτέλειας στο δίκαιο του ισχυροτέρου! Είμαστε βέβαιοι, πως στις ιερές μεταβάσεις της φαντασίας του, ο παπά Ανανίας θα έβαζε μπροστάρισσες τη Μαρία την Μαγδαληνή και τη Μαρία του Ιακώβου και τη Σαλώμη, σε ταμπούρια καπνισμένα πάνω σε γκρεμούς βραχόσπαρτους στο Σούλι και στο Μοριά, μα και στου Μεσολογγιού τις τάφρους και τις ντάπιες και στου ηρωικού εκείνου Απρίλη το ένδοξο σουρούπωμα, στης Βαϊοφόρου το ματωμένο εσπέρας. Και έπειτα θα πήγαινε νοερώς ο ίδιος να τις στέρξει όρθρου βαθέως, στο δρόμο τους προς το κενό μνημείο και να θαυμάσει την αδίσταχτη και άδολη πίστη τους.
Ο ευσχήμων Ανανίας!….
….-Καλώς τους! Ελάτε να προσκυνήσετε την Παναγία μας! Πηγαίνετε κάτω στη σπηλιά και έπειτα ελάτε στο αρχονταρίκι! Θα σας φτιάξω καφέ! Πάρτε λουκούμια όσα θέλετε! Κεραστείτε!
Έπειτα από λίγο καθόμασταν στο καθιστικό του Μοναστηριού μπροστά από το μεγάλο τζάκι! Είναι αυτές οι συνήθεις ερωτήσεις, που σε κάποιους φαίνονται κοινότυπες, ίσως και αδιάκριτες, αλλά τις περισσότερες φορές χαρίζουν και χαράζουν το ανεξίτηλο στην μνήμη…
-Πόσα χρόνια είστε εδώ γερόντισσα;
-Από 15 χρονών! 52 χρόνια! Σαν χθες ήταν!
-Από πού κατάγεστε;
-Από την Δημητσάνα!
-Κοντοχωριανή με τον παπά Ανανία τον Κουστένη δηλαδή…
Έλαμψε πιότερο το πρόσωπό της στο άκουσμα αυτό.
-Τον γνωρίζετε παιδιά; Αυτός είναι Άγιος! Εγώ τον ξέρω, από λαϊκός που ήταν ακόμα! Λεγόμουν Παναγιώτα τότε και εκείνος Απόστολος! Αχ ο παππούλης μου! Τότε που είχα πρωτογίνει και εγώ μοναχή, ήταν εδώ στα μέρη μας, ήδη από πολύ καιρό χειροτονημένος! Τότε ήταν που συκοφαντήθηκε άγρια! Μου το είχε πει από πριν! -Παναγιώτα παιδί μου θα με συκοφαντήσουν! Να προσεύχεσαι σε παρακαλώ! Του κόστισε πολύ τότε, γιατί μέχρι και τα ράσα θέλησαν να του βγάλουν…Μα δόξα τω Θεώ, υπέμεινε αγόγγυστα και κυρίως αμνησίκακα! Αν δεν σας το’ λεγα εγώ θα το μαθαίνατε; Τώρα που κοιμήθηκε όμως καλό είναι να γίνουν γνωστά αυτά που τόσο τον πίκραναν τότε! Πήγε έπειτα στη Θήβα και στην Αθήνα και τότε ήταν που συνάντησε τον Όσιο Πορφύριο και μπήκε κάτω από το πετραχήλι του Αγίου! Εκείνος τον δυνάμωσε και τον έκανε να ξαναπατήσει στα πόδια του! Στην αρχή οι πιο πολλοί τον είχαν αγνοημένο και περιφρονημένο! Λέγαν για εκείνον πολλά! Τον στεφάνωσε η συκοφαντία! Εμείς τον αγαπούσαμε τόσο πολύ τον παππούλη μας! Αγνός και τολμηρός πάντα του! Γι’ αυτό έλαμψε και τόσο και τον λάτρεψε ο απλός ο κόσμος και όσοι υπέφεραν από τα βάσανα! Έχω να σας λέω με τις ώρες για εκείνον! Κάποτε, είχαμε πάει στο σπίτι του στα Εξάρχεια! Ακτήμων και ρακένδυτος ζούσε! Όλα τα έδινε! Τίποτα δεν είχε φυλαγμένο για να φάει! Πήγαμε και του αγοράσαμε φρέσκα καλαμάρια και του τα φτιάξαμε με μακαρονάκια! Κρέας δεν έτρωγε ποτέ του όταν δεν τον έβλεπαν. Και εκείνος μόλις τα είδε, κράτησε ένα μικρό πιάτο και τα υπόλοιπα τα έβαλε σε ένα δοχειάκι, το σκέπασε και το πήγε και το άφησε κρυφά έξω από μια πόρτα, που ήξερε πως ήτανε πολύ φτωχοί οι άνθρωποι.
-Που πήγε το φαγητό; τον ρώτησα έπειτα μόλις κατάλαβα. -Το πέταξα στα σκυλιά! Μη σε νοιάζει! Μα αποπήρε τάχα θυμώνοντας! Όταν μετά από καιρό τον ξαναεπισκεφτήκαμε είδαμε πως είχε μια στολή και ένα αντερί καταμπαλωμένα! Ντραπήκαμε και χωρίς να του πούμε τίποτα μαζέψαμε ο,τι χρήματα μπορέσαμε και του ράψαμε μια στολή όμορφη με χρυσά κεντήματα! Μόλις την είδε δεν μας μάλωσε, παρ’ ότι έτσι περιμέναμε! Την πήρε την δίπλωσε και την έβαλε σε μια άκρη! Και έπειτα μας είπε: Με αυτήν τη στολή θα με βάλουν στον τάφο μου! Και έτσι ακριβώς έγινε όπως μάθαμε! Με αυτήν τη στολή κηδεύτηκε και ετάφη εδώ πιο πάνω…Θα σας πω κάτι ακόμα και έπειτα θα φύγετε! Μην παραξενεύεστε! Δεν σας διώχνω! Κάπου θα σας στείλω να ευλογηθείτε!
Το παιδί μου υποφέρει! Γνωρίζεις κάποιον να το βοηθήσει; Εγώ, χωρίς δεύτερη σκέψη της είπα να πάει στην Αθήνα να βρει τον παπά Ανανία! -Μην του πεις όμως ούτε ότι σε έστειλα εγώ ούτε ότι το παιδί σου δεν είναι καλά γιατί θα σε διώξει αμέσως, επειδή δεν θέλει να τον νομίζουν για καλό και Άγιο! Έτσι και έγινε το λοιπόν! Πήγε η γυναίκα με το παλικαράκι της και ζήτησε απ’ τον παππούλη να του διαβάσει απλά μια ευχή ! Το παιδί αγρίεψε και δεν ήθελε με τίποτα να σταθεί!
Και τι λέτε έκανε ο παπάς; Το έβαλε κάτω και πάτησε με το πόδι του πάνω στο στήθος του!
Για να δω…περιμένω…Εγώ δεν μπορώ να βαστάξω τα κλάματά μου σαν τον θυμάμαι! Ακόμα δεν έχω πάει ούτε στον τάφο του!

Δυο φωτογραφίες του πάνω στο μάρμαρο! Κάτω από την μια: Αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης Καρκαλλού 15-2-1945 -Αθήνα 15-5-2021.

Σημειώσαμε στο βιβλίο προσκυνητών! Ακόμα δεν είχαν σωθεί τα κεράκια από τους προηγούμενους που έφτασαν ως εδώ να του πουν το ευχαριστώ…
Γράψαμε λίγους στίχους που κατέληγαν με εκείνο που του ζητήσαμε σαν γονατίσαμε μπροστά του…

Τώρα να σαι στο πλάι μας περσότεροαπό πρώτα,
με λογισμό και μ΄ όνειρο, με παραδείσου ρότα !
Άντε, Άγιε του Θεού! Πάντοτε μαζί με τους γενναίους και τις Μυροφόρες!
Νώντας Σκοπετέας