
Ένα λουκέτο θα μπορούσε να σημάνει επίσης πλήγμα 140 εκατ. δολαρίων την ημέρα για την αμερικανική ταξιδιωτική βιομηχανία
Ηπιστοληπτική ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών θα μπορούσε να βρεθεί υπό πίεση εάν η κυβέρνηση βάλει λουκέτο, προειδοποίησε τη Δευτέρα ο Moody’s Investors Service.
Από την Alicia Wallace/CNN Business
Συγκεκριμένα, ένα κλείσιμο θα ήταν «πιστωτικά αρνητικό» για την αμερικανική κυβέρνηση, σύμφωνα με το σημείωμα του Moody’s. «Ενώ οι πληρωμές εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους δεν θα επηρεάζονταν και ένα βραχύβιο κλείσιμο θα ήταν απίθανο να διαταράξει την αμερικανική οικονομία, θα υπογράμμιζε την αδυναμία διακυβέρνησης των ΗΠΑ σε σχέση με άλλα κράτη που έχουν αξιολόγηση ΑΑΑ, κάτι που έχουμε επισημάνει τα τελευταία χρόνια», έγραψε η Moody’s.
«Συγκεκριμένα, θα καταδείξει τους σημαντικούς περιορισμούς που θέτει η εντατικοποίηση της πολιτικής πόλωσης στη χάραξη δημοσιονομικής πολιτικής σε μια περίοδο φθίνουσας δημοσιονομικής ισχύος, λόγω της διεύρυνσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της επιδείνωσης της προσιτότητας του χρέους».
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα μπορούσε να κλείσει την 1η Οκτωβρίου εάν το Κογκρέσο δεν καταφέρει να εγκρίνει ένα νομοσχέδιο για τις ομοσπονδιακές δαπάνες.
Ο Moody’s είναι ο μόνος από τους τρεις μεγάλους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που έχει εκχωρήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες μια αξιολόγηση AAA. Ο Standard and Poor’s υποβάθμισε τις Ηνωμένες Πολιτείες το 2011, μετά την ιστορία με το ανώτατο όριο χρέους τότε. Τον Αύγουστο, ο Fitch Ratings μείωσε την πιστοληπτική ικανότητα της Αμερικής σε AA+ μετά την πιο πρόσφατη κρίση για το ανώτατο όριο χρέους.
«Κοιτάζοντας το μέλλον, η πιο αδύναμη δημοσιονομική πολιτική που οδηγεί σε επίμονα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και υψηλότερο από το αναμενόμενο κόστος επιτοκίων θα ασκούσε πίεση στην αξιολόγηση ή τις προοπτικές των ΗΠΑ», έγραψε επίσης ο Moody’s.
Οι οικονομικές επιπτώσεις ενός τερματισμού λειτουργίας της αμερικανικής κυβέρνησης θα συγκεντρωθούν σε μεγάλο βαθμό σε περιοχές που έχουν σημαντική κυβερνητική παρουσία και οι πλήρεις επιπτώσεις θα εξαρτώνται εξ ολοκλήρου από το πόσο θα διαρκέσει, σύμφωνα με το σημείωμα. Οι περισσότερες από τις οικονομικές επιπτώσεις, ειδικά στις δαπάνες, θα είναι προσωρινές και θα αντιστραφούν μόλις ανοίξει ξανά η κυβέρνηση, πρόσθεσε ο Moody’s.
«Εάν είναι βραχύβια, θα έχει ελάχιστη επίδραση στην ευρύτερη οικονομία και στις προβλέψεις μας για την ανάπτυξη του ΑΕΠ», έγραψε ο Moody’s. «Το αποτέλεσμα θα ήταν πιο έντονο εάν το κλείσιμο είναι παρατεταμένο και βλάψει την εμπιστοσύνη των εθνικών επιχειρήσεων και καταναλωτών ή προκαλέσει δυσμενή αντίδραση στις χρηματοπιστωτικές αγορές».
Δεν είναι η πρώτη φορά που η αμερικανική κυβέρνηση βρίσκεται στα πρόθυρα διακοπής λειτουργίας. Η ίδια έκλεισε για 35 ημέρες, διάρκεια ρεκόρ, από τον Δεκέμβριο του 2018 έως τον Ιανουάριο του 2019 εν μέσω αδιεξόδου του Κογκρέσου σχετικά με τη χρηματοδότηση για το τείχος των συνόρων του τότε προέδρου Donald Trump.
Οι επιπτώσεις των καθυστερημένων μισθολογικών επιταγών και των μειωμένων ωρών στους ομοσπονδιακούς εργαζομένους, καθώς και οι τελματωμένες συμβάσεις κοστίζουν στην οικονομία περίπου 11 δισεκατομμύρια δολάρια, ανέφερε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου.
Ένα κλείσιμο αυτή τη φορά θα μπορούσε να σημάνει πλήγμα 140 εκατομμυρίων δολαρίων την ημέρα για την ταξιδιωτική βιομηχανία των ΗΠΑ, σύμφωνα με την Ένωση Ταξιδιών των ΗΠΑ.
Επιπλέον, ένα κλείσιμο της κυβέρνησης θα μπορούσε να αφήσει τους επενδυτές, τους οικονομολόγους και, το πιο σημαντικό, τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στην Federal Reserve, σχεδόν τυφλούς, χωρίς επίσημα οικονομικά στοιχεία. Το Γραφείο Στατιστικών Εργασίας έχει πει ότι το κλείσιμο θα καθυστερήσει τη δημοσιοποίηση κρίσιμων στοιχείων για τον πληθωρισμό και την απασχόληση. Αυτό θα ανάγκαζε τους αξιωματούχους της Fed να λάβουν σημαντικές αποφάσεις για τα επιτόκια βασιζόμενοι σε δεδομένα που παράγονται από τον ιδιωτικό τομέα.
Τον Αύγουστο, η Moody’s υποβάθμισε την πιστοληπτική αξιολόγηση δέκα μικρών και μεσαίων αμερικανικών τραπεζών και δήλωσε ότι ενδέχεται να υποβαθμίσει ορισμένους από τους μεγαλύτερους δανειστές της χώρας, προειδοποιώντας ότι η πιστωτική ισχύς του τομέα θα δοκιμαστεί πιθανώς από τους κινδύνους χρηματοδότησης και την ασθενέστερη κερδοφορία.
Ειδικότερα, υποβάθμισε τις αξιολογήσεις 10 τραπεζών κατά μία βαθμίδα και έθεσε έξι τραπεζικούς κολοσσούς, συμπεριλαμβανομένων των Bank of New York Mellon, US Bancorp State Street και Truist Financial, σε αναθεώρηση για πιθανή υποβάθμιση.
Ο οίκος αξιολόγησης άλλαξε επίσης τις προοπτικές του σε αρνητικές για έντεκα τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων των Capital One, Citizens Financial, και Fifth Third Bancorp.